Το γέλιο είναι μεταδοτικό

laughter

Της Τάσας Χαμπή
tasa.writer@gmail.com


Οι φωνές μου ακούγονταν έξω από το γραφείο. Το ομολογώ θύμωσα, ένιωθα σαν ένα λυσσασμένο άγριο θηρίο έτοιμο να κατασπαράξει το αφεντικό. Είκοσι χρόνια στην εταιρία  πότε δεν έφυγα  στην ώρα μου και πολλά από τα σαββατοκύριακα μου ξοδεύτηκαν πάνω σε μια νέα επιχειρηματική πρόταση.

Το «απολύεστε λόγω έλλειψης συγκέντρωσης και μειωμένο πάθος για την εταιρία» ήταν η τελευταία ατάκα που περίμενα να ακούσω ή μάλλον για να ακριβολογούμε και να λέμε τα πράγματα έξω από τα δόντια δεν περίμενα να το ακούσω καθόλου όταν μπήκε ο διευθυντής στο γραφείο μου. Ήθελα να ξεριζώσω τη γυάλινη πόρτα και να του την φορέσω για καπέλο στο κεφάλι και έπειτα σκέφτηκα να πάρω το συνδετήρα και να καρφιτσώσω τα χοντρά ρυτιδιασμένα του χείλι. Τίποτα δεν έκανα, όταν ξεμούδιασα απλά μάζεψα τα προσωπικά μου αντικείμενα και έφυγα.

Μπήκα στο αμάξι και ξεκίνησα να οδηγώ. Που να πήγαινα; Είχα μάθει τόσα χρόνια διαδρομή, σπίτι – δουλειά και από την ανάποδη δουλεία – σπίτι, μα μέσα σε δυο μήνες άλλαξαν όλα, μετά από μια ξαφνική αδιαθεσία μου, επιστρέφοντας στο ρετιρέ, βρήκα το  αποχαιρετιστήριο σημείωμα του. Ασυμφωνία χαρακτήρων.  Δεν μπορούσα να ζήσω άλλο εκεί μέσα που μύριζε παλαιές αναμνήσεις και έσταζε φρέσκες πληγές. Άνεργη, περίπου άστεγη και μόνη, συντροφιά με τις απογοητεύσεις μου και τα δάκρυα που τσουρούφλιζαν το δέρμα μου, οδηγούσα χωρίς προορισμό, χωρίς κατεύθυνση. Πονούσα, είχα εκείνο το πόνο που δεν διακρίνεται με γυμνό μάτι, που σαν μικρόβιο στη χαρά μου τρύπωσε την αρρώστησε, τη νόσησε και γιατρειά δεν έχει. Ήταν λες και η αχαριστία ήταν μυτερή σαν μαχαίρι και μου έγδερνε τα ζωτικά όργανα. Λες και ακούσια, σχεδόν βίαια με πότισαν δηλητήριο που σκοτώνει την προσωπική μου ευτυχία.

Σταμάτησα σε μια καφετέρια και κάθισα σε ένα απόμερο μέρος στη άκρη. Ο καφές άχνιζε. Σκέφτηκα να το χύσω στο δέρμα μου έτσι ώστε να μου προκαλέσω σωματικό πόνο μπας και ξεχάσω τον ψυχικό. Μα το κανάλι της δυστυχίας μου άρχισε να κάνει παρεμβολές. Έχανα το σήμα της λύπης και στα αυτιά μου αντηχούσαν γέλια. Δυνατά ασταμάτητα χαχανητά. Σήκωσα το κεφάλι και οι οπτικές μου κεραίες εντόπισαν στο χώρο μια πενταμελή παρέα από άντρες και γυναίκες οι οποίοι μιλούσαν μέσα από ασταμάτητα γέλια.  Δεν άκουγα τι έλεγαν  μα τους παρατηρούσα καθώς  σκούπιζαν τα μάτια τους και κρατούσαν τις κοιλιές τους από το πολύ γέλιο. Τότε λες και στον αιθέρα περιπλανιόταν μια ουσία μεταδοτική άρχισα να χαμογελάω και μέσα σε λίγα λεπτά να γελάω αδιάκοπα, ακατάπαυστα.

Πλήρωσα και έτρεξα πίσω στο αμάξι μου. Γελούσα ακόμη και μου άρεσε. Ένιωθα μια ψυχική εφορία. Την μοιρολατρική καταθλιπτική μου όψη και σκέψη αντικατάστησε μια ευχάριστη χαρούμενη διάθεση. Άνοιξα το ραδιόφωνο και στο λόγο μου εντελώς τυχαία γελούσαν οι εκφωνητές προφανώς με κάποιο δικό τους αστείο. Επέστρεψα στο ρετιρέ μου. Τα προβλήματα ήταν ακόμα στη τσάντα μου, βαρετά μα όχι ασήκωτα τώρα πια. Άρχισα να ταχτοποιώ το σπίτι να πετάω τη σαβούρα σιγοτραγουδώντας με χαμόγελο. Ότι έγινε δεν ξεγίνεται. Τα παλιά και τα άσχημα μένουν πίσω δεν θα με προλάβουν γιατί τρέχω μπροστά με ταχύτητα γέλιου.
Το καλύτερο φάρμακο τελικά, δοκιμάστε το!

Share:

Share on facebook
Facebook
Share on twitter
Twitter
Share on pinterest
Pinterest
Share on linkedin
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!