Interview follows in English

Η Κατερίνα Νεοφύτου κάνει το συγγραφικό της ντεμπούτο με το βιβλίο «Η Βεράντα με τις Βουκαμβίλιες», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αλμύρα. Η επίσημη παρουσίαση του βιβλίου θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 17 Ιουνίου 2025, στις 7:00 μ.μ., στο «Αίθριο» στη Λάρνακα.
Με αφορμή την πρώτη αυτή έκδοση, το SkalaTimes συνομίλησε με την Κατερίνα Νεοφύτου για την έμπνευση πίσω από το έργο της, τη συγγραφή ως προσωπική διαδρομή και τη βουκαμβίλια που ‘ανθίζει’ σε αυτό το πρώτο της βιβλίο.
SkalaTimes
Tι σας ενέπνευσε να γράψετε το μυθιστόρημα «Η Βεράντα με τις Βουκαμβίλιες» και γιατί επιλέξατε να τοποθετήσετε την ιστορία στην Κύπρο της αποικιοκρατίας;
Οι ιστορίες που άκουγα παιδί από τις γιαγιάδες και τους παππούδες μου για την τότε εποχή, με τις δυσκολίες, τη φτώχια και την καταπίεση με είχαν συνεπάρει. Μεγαλώνοντας ξεκίνησα να φιλτράρω διαφορετικά τις αναμνήσεις τους, συνειδητοποιώντας ότι οι γυναίκες εκείνης της εποχής όσο έξυπνες, ικανές ή εργατικές ήταν, περιορίζονταν από την κοινωνία. Ήταν πολλές φορές που αναρωτιόμουν πως θα ήταν η γιαγιά μου αν γεννιόταν σήμερα. Από την άλλη, οι μικρές αντιστάσεις που μπόρεσαν να κάνουν στη ζωή τους, θεωρώ ότι ήταν για εκείνη την εποχή πολύ σημαντικές για να αλλάξει σιγά-σιγά ο κόσμος για όλες μας. Ήθελα επομένως να γράψω μια ιστορία για τις γυναίκες αυτές και για τους άντρες που στάθηκαν δίπλα τους.
Ποια είναι η ιστορία του βιβλίου σας με πολύ λίγα λόγια;
Το μυθιστόρημα μου έχει να κάνει με τη ζωή και την καθημερινότητα τριών γυναικών στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, τις ανησυχίες και τα προβλήματα τους μέσα στην πατριαρχική κοινωνία που τις καταπίεζε. Έχει να κάνει με τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια, με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με την απώλεια, με τη φτώχεια, την μετανάστευση, την προίκα, τα όνειρα των ανθρώπων και τους έρωτές τους. Είναι οι ιστορίες, της θείας Ελένης που επέλεξε να μείνει ανύπαντρη, της Φωτεινή που ήθελε να πάει γυμνάσιο, της Ανθούσας που αρνιόταν να μην λέει την άποψη της. Είναι και οι ιστορίες των ανθρώπων γύρω τους, αντρών και γυναικών που βάδισαν στη ζωή αναζητώντας την ευτυχία.
Αυτό είναι το πρώτο σας βιβλίο, ποια η σχέση σας με το γράψιμο; Πότε αρχίσατε να γράφετε; Από μικρή μου άρεσε το γράψιμο. Η ζωή όμως τα έφερε να μην μπορώ να συνεχίσω να γράφω. Όταν ξαφνικά βρεθήκαμε κλεισμένοι στο σπίτι κατά την περίοδο της πανδημίας πήρα τον υπολογιστή μου και ξεκίνησα, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα το πόσο δύσκολο είναι να επανέλθεις σε κάτι που έχεις παρατήσει. Έτσι, ολοκληρώθηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξεκίνησα το γράψιμο με τη σκέψη ότι κάποτε θα εκδώσω, μιας και δεν βλέπω τον εαυτό μου ως συγγραφέα αλλά ως μια παραμυθού. Η σκέψη να εκδοθεί «Η Βεράντα με τις Βουκαμβίλιες» ήρθε πολύ αργότερα. Μετά από την επιμέλεια της κυρίας Πόπης Πουπαγιατζή, που ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου, ξεκίνησα να φλερτάρω με την ιδέα να μοιραστώ με τους αναγνώστες την ιστορία μου. Είπα στον εαυτό μου «γιατί όχι» και προχώρησα. Συνοδοιπόρο στην προσπάθεια βρήκα τις Εκδόσεις Αλμύρα που πίστεψαν στην ιστορία μου και τους ευχαριστώ.
Ποιοι είναι οι δικοί σας αγαπημένοι συγγραφείς;
Πολύ δύσκολη ερώτηση επειδή η απάντηση είναι μακροσκελής. Δεν έχω αγαπημένο είδος και γι’ αυτό συνάντησα μέσα από τα γραφόμενα τους, πάρα πολλούς μυθιστοριογράφους, ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς που με έχουν κάνει να αγαπήσω το διάβασμα. Αν πρέπει να αναφέρω κάποιους θα είναι πρώτιστα οι συγγραφείς των εφηβικών και νεανικών μου χρόνων, οι τρεις αδερφές Μπροντέ, η Τζέιν Όστεν, ο Ερνεστ Χέμινγουέι, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, η Άγκαθα Κρίστι, η Διδώ Σωτηρίου, ο Λεό Τολστόι, η Λιλή Ζωγράφου, ο Χαλίλ Γκιμπράν, ο Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ. Μετέπειτα συνάντησα τον Ζοζέ Σαραμάγκου, τον Κάρλος Ρουίθ Θαφόν, τον Φραντς Κάφκα, τον Τζο Νέσμπο, τον Άντον Τσέχωφ, την Ισαμπέλ Αλιέντε και δεκάδες άλλους και άλλες.
Τι πιστεύετε ότι κάνει καλό ένα συγγραφέα;
Θα απαντήσω αυτή την ερώτηση ως αναγνώστρια. Για μένα ένας καλός συγγραφέας είναι εκείνος που έχει κάτι να πει, μέσα από τους χαρακτήρες του έργου του, μέσα από τις περιγραφές των σκηνών του, με τρόπο απλό και κατανοητό. Η ιστορία του να μπορεί να ξυπνά τη φαντασία και η κάθε περιγραφή ή αναφορά να δημιουργεί εικόνες ζωντανές στο μυαλό του αναγνώστη. Διότι, για μένα, η λογοτεχνία δεν είναι οι φιλολογικές αναλύσεις που είναι και αυτές απαραίτητες στη διδαχή της γλώσσας. Η λογοτεχνία είναι το συναίσθημα που σου προκαλεί η αράδα των λέξεων, είναι το ξύπνημα της λογικής και του παραλόγου, είναι η τροφή της σκέψης και η δημιουργία μιας ακόρεστης ανάγκης να διαβάζεις περισσότερο.
Οι ηρωίδες του βιβλίου σας παλεύουν ενάντια σε έναν σκληρό πατριαρχικό κόσμο. Πόσο προσωπική ή συλλογική είναι για εσάς αυτή η φωνή αντίστασης;
Είμαι ένα άτομο με ιδιαίτερες ευαισθησίες στα θέματα των γυναικών. Θεωρώ πως η κάθε φωνή συμβάλλει στις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία. Οι πρωτοπόρες γυναίκες, οι γυναίκες που προπηλακίστηκαν γιατί ήθελαν να μην είναι αόρατες μέσα στην κοινωνία, οι γυναίκες που άνοιξαν δρόμους για να ζούμε εμείς καλύτερα σήμερα, δεν θα μπορούσαν να πετύχουν τους στόχους τους, αν οι γυναίκες της δεύτερης και τρίτης γραμμής δεν πίστευαν πως μπορεί να αλλάξει ο κόσμος για όλες μας. Αν αυτές οι γυναίκες δεν έκανα πράξη στην καθημερινότητα τους την αλλαγή. Άρα, η κάθε αντίσταση ή διεκδίκηση σε προσωπικό επίπεδο ενδυναμώνει με τη σειρά της τους μεγάλους αγώνες για ισότητα. Υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ τους και οι ηρωΐδες μου, με τις απλές ζωές τους, συμβάλλουν σε αυτή τη σχέση έστω και αν δεν βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.
Πώς πιστεύετε ότι η αστικοποίηση και οι κοινωνικές αλλαγές της εποχής επηρέασαν τη θέση της γυναίκας στην κυπριακή κοινωνία;
Εάν με τον όρο αστικοποίηση εννοείτε τη συσσώρευση πληθυσμού στις πόλεις, θεωρώ ότι ναι, βοήθησε σημαντικά στη διακίνηση ιδεών, στην αλλαγή των νοοτροπιών, στην διαφοροποίηση των συνθηκών διαβίωσης και κατ’ επέκταση στις κοινωνικές αλλαγές. Άνθρωποι από την ύπαιθρο βρέθηκαν ως εργάτες ή εργάτριες στις πόλεις, ήρθαν σε επαφή με νέες ιδέες, νέο τρόπο ζωής, είχαν την ευκαιρία να μορφωθούν, να συνειδητοποιήσουν πως τα προβλήματα ήταν κοινά, να διεκδικήσουν από κοινού λύσεις. Σε αυτό το πλαίσιο έγινε και η ζύμωση για να ξεκινήσουν οι κύπριες γυναίκες να διεκδικούν μια καλύτερη θέση στην κυπριακή κοινωνία.
Ποιο μήνυμα θα θέλατε να κρατήσουν οι αναγνώστες από το βιβλίο σας σχετικά με τη γυναικεία ελευθερία και αυτονομία;
Το βιβλίο είναι η εξιστόρηση της ζωής των ηρωΐδων μου που δεν συμβιβάστηκαν με τα πρέπει της κοινωνίας, που έκαναν ότι μπορούσαν, που πάλεψαν για εκείνες και για τους γύρω τους και δεν σταμάτησαν να αναζητούν την προσωπική και συλλογική ευτυχία. Αν είναι να κρατήσουν κάτι οι αναγνώστες ας είναι αυτό που έγραψε ο Νερούδα: «…για να είναι κανείς ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής».
Πόσο δύσκολο ήταν να αποτυπώσετε τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες εκείνης της περιόδου χωρίς να χάσετε τη ζωντάνια και τη συγκίνηση της αφήγησης;
Η πλοκή του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο αλλά δεν είναι ιστορικό βιβλίο, χρειάστηκε όμως να προηγηθεί αρκετή έρευνα για τα πάντα.
Από τη μια, έπρεπε οι χαρακτήρες να είναι πιστοί στην περίοδο που αναφέρομαι και από την άλλη, οι όποιες αναφορές γίνονται σε συγκεκριμένα γεγονότα ή συνθήκες να είναι ιστορικά ακριβείς. Ένα όχι εύκολο εγχείρημα το οποίο γίνεται ευκολότερο αν υπενθυμίζεις στον εαυτό σου πως δεν γράφεις ιστορία. Αν τα κατάφερα ή όχι θα το κρίνουν οι αναγνώστες.
Υπήρξε κάποια πραγματική ιστορία ή πρόσωπο που αποτέλεσε αφετηρία για κάποια από τις ηρωίδες σας;
Κανένας από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος δεν υπήρξε υπαρκτό πρόσωπο ούτε βασίζεται σε συγκεκριμένο άτομο. Όμως, μέσα σε όλους τους ήρωες και ηρωΐδες
υπάρχουν στοιχεία από άτομα που έχω συναντήσει στην προσωπική μου ζωή ή έχω ακούσει γι αυτά. Κάποια γεγονότα είναι εμπνευσμένα από διάφορες εξιστορήσεις. Για παράδειγμα, το ότι η δασκάλα κάλεσε τους γονείς της Φωτεινής για να τους προτρέψει να στείλουν την κόρη τους στο γυμνάσιο, είναι η προσωπική ιστορία της γιαγιάς μου, χωρίς όμως ο χαρακτήρας και η πορεία της Φωτεινής να είναι βασισμένα σε αυτήν.
Πώς επιλέξατε τον συμβολισμό της βεράντας με τις βουκαμβίλιες ως κεντρικό μοτίβο του βιβλίου σας;
Όταν βλέπω βουκαμβίλιες δεν μπορώ παρά να φέρω στη μνήμη μου τη γιαγιά μου και την εποχή της νιότης της. Η βουκαμβίλια είναι ένα δυνατό φυτό, φυτό με γινάτι όπως μας έλεγε η γιαγιά, που όσο και να την κλαδέψεις θα φουντώσει ξανά και ξανά. Όπως τη γιαγιά μου, όπως πολλές γυναίκες της τότε εποχής που παρά τα προβλήματα, έβρισκαν τη δύναμη να ξανασταθούν στα πόδια τους. Κάθε αυλή ή βεράντα είχε τις βουκαμβίλιες της. Κάθε βεράντα, ήταν τότε το επίκεντρο της κοινωνικοποίησης των ανθρώπων γιατί τα σπίτια ήταν μικρά και στενάχωρα, και δεν χωρούσαν ανθρώπους, καημούς ή χαρές.
Πιστεύετε ότι σήμερα, σε σχέση με τότε, έχει αλλάξει ουσιαστικά η θέση της γυναίκας στην κυπριακή κοινωνία; Υπάρχουν ακόμα αγώνες που πρέπει να δοθούν;
Αδιαμφισβήτητα, η γυναίκα σήμερα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από τη γυναίκα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Υπάρχουν όμως πολλά ακόμη που πρέπει να γίνουν για να μιλούμε για ισότιμη συμμετοχή στο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι δεν πρέπει να παίρνουμε τίποτα ως δεδομένο. Πολύ πιο εύκολα χάνεις κάτι που έχεις κερδίσει μετά από δεκαετίες αγώνων. Ταυτόχρονα, ακόμη και σήμερα, δεν υπάρχει καθολικότητα σε εκείνα που θεωρούμε δεδομένα. Ερωτώ: Μπορούν όλες οι γυναίκες να είναι πραγματικά ανεξάρτητες σήμερα στην πατρίδα μας; Είναι όλες ισότιμες στο σπίτι, στη δουλειά, στην κοινωνία; Είναι οικονομικά ανεξάρτητες; Η φτώχεια είναι η μεγαλύτερη μορφή καταπίεσης για όλους, πόσο μάλλον για τις γυναίκες. Αυτά και πολλά άλλα είναι ζητήματα που πρέπει να μας απασχολούν για να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι την πραγματική απελευθέρωση μας.
Τι σημαίνει για εσάς προσωπικά αυτή η λογοτεχνική βραδιά παρουσίασης του βιβλίου σας και τι ελπίζετε να μοιραστείτε με το κοινό μέσα από την παρουσίαση και την αντιφώνησή σας; Επειδή δεν ξεκίνησα να γράφω για να εκδώσω, είμαι ήδη πολύ συγκινημένη και ενθουσιασμένη με την όλη διαδικασία. Ζω την κάθε στιγμή. Η ανταπόκριση της οικογένειας και των φίλων μου είναι πραγματικά συγκινητική και πολύ ταπεινά στην αντιφώνηση μου θα περιοριστώ στις ευχαριστίες. Το βράδυ της παρουσίασης, κύρια ομιλήτρια θα είναι η δημοσιογράφος Ιωάννα Χριστοδούλου και εγώ θα περιοριστώ να ευχαριστήσω τον καθένα και την καθεμιά προσωπικά που θα με τιμήσει με την παρουσία του/της.
Να περιμένουμε κι άλλα βιβλία από εσάς;
Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω. Ένα είναι το δεδομένο. Εγώ συνεχίζω να γράφω.
Τέλος, ποιο μήνυμα θα θέλατε να βγει από αυτή μας τη συνέντευξη;
Ένα μήνυμα με πρώτη αποδέκτρια εμένα, να μειώσουμε το χρόνο που αφιερώνουμε στο κινητό μας και να διαβάζουμε, να διαβάζουμε, να διαβάζουμε.

Katerina Neophytou releases her debut novel “The Veranda with the Bougainvilleas” and speaks to SkalaTimes
Katerina Neophytou makes her authorial debut with the novel “The Veranda with the Bougainvilleas,” published by Almyra Publications. The official book launch will take place on Tuesday, June 17, 2025, at 7:00 p.m., at “Aithrio” in Larnaca.
On the occasion of this first publication, SkalaTimes spoke with Katerina Neophytou about the inspiration behind her work, writing as a personal journey, and the bougainvillea that blossoms in her very first book.
SkalaTimes
What inspired you to write the novel “The Veranda with the Bougainvilleas” and why did you choose to set the story in colonial Cyprus?
The stories I heard as a child from my grandmothers and grandfathers about that era—with all its hardships, poverty, and oppression—captivated me. As I grew older, I began to view their memories through a different lens, realizing that women of that time, no matter how smart, capable, or hardworking they were, were constrained by society. I often wondered how my grandmother would have been if she were born today. On the other hand, the small acts of resistance they managed in their lives were, in my opinion, very important steps that helped gradually change the world for all of us. So, I wanted to write a story about these women—and the men who stood beside them.
In just a few words, what is the story of your book?
My novel focuses on the lives and daily struggles of three women in the first half of the 20th century—exploring their concerns and the issues they faced within a patriarchal society that oppressed them. It deals with family relationships, World War II, loss, poverty, immigration, dowries, human dreams, and love. These are the stories of Aunt Eleni, who chose to remain unmarried, of Fotini, who wanted to go to high school, and of Anthousa, who refused to stay silent about her opinions. It also tells the stories of those around them—men and women—who walked through life in pursuit of happiness.
This is your first book. What is your relationship with writing? When did you start?
I’ve loved writing since I was a child. But life led me down paths that didn’t allow me to continue. During the pandemic lockdown, I suddenly found myself at home with time—and so I took my computer and started writing, only to realize how difficult it is to return to something you’ve abandoned. That’s how my first novel came to life. The truth is, I didn’t start writing with the intention of getting published, especially since I don’t see myself as a writer but more as a storyteller. The idea of publishing “The Veranda with the Bougainvilleas” came much later. After the editing work by Ms. Popi Poupagiatzi—whom I thank from the bottom of my heart—I began flirting with the idea of sharing my story with readers. I told myself, “Why not?” and moved forward. Almyra Publications believed in my story, and I thank them deeply.
Who are your favorite authors?
That’s a tough question because the list is long. I don’t have a favorite genre, which is why I’ve encountered so many novelists, poets, and playwrights through their work who made me fall in love with reading. If I had to name a few, I would start with the authors of my teenage and young adult years: the three Brontë sisters, Jane Austen, Ernest Hemingway, Menelaos Lountemis, Nikos Kazantzakis, Gabriel García Márquez, Agatha Christie, Dido Sotiriou, Leo Tolstoy, Lili Zografou, Khalil Gibran, and Chinghiz Aitmatov. Later on, I discovered José Saramago, Carlos Ruiz Zafón, Franz Kafka, Jo Nesbø, Anton Chekhov, Isabel Allende, and dozens more.
What, in your opinion, makes a good writer?
I’ll answer this as a reader. For me, a good writer is someone who has something meaningful to say—through their characters, through their scenes—using a simple and comprehensible style. Their story should ignite the imagination, and every description or reference should create vivid images in the reader’s mind. Literature, for me, isn’t about literary analysis—though that too is important in teaching language. Literature is the emotion provoked by a line of words. It is the awakening of logic and the irrational, it’s food for thought and the spark of an insatiable desire to read more.
Your protagonists fight against a harsh patriarchal world. How personal or collective is this voice of resistance for you?
I’m a person deeply sensitive to women’s issues. I believe every voice contributes to the societal changes that occur. The pioneering women—those who were harassed because they refused to remain invisible in society, those who paved the way so we can live better today—would not have succeeded if the women behind them, in the second and third lines, didn’t believe that the world could change for all of us. If these women hadn’t practiced change in their everyday lives. So, every act of resistance or personal claim strengthens the broader struggle for equality. There’s a reciprocal relationship between the two, and my heroines, through their simple lives, contribute to this connection—even if they’re not on the frontlines.
How do you think urbanization and the social changes of the era affected the role of women in Cypriot society?
If by urbanization you mean the population shift toward cities, then yes—I believe it greatly contributed to the exchange of ideas, the transformation of mindsets, the improvement of living conditions, and consequently to social change. People from rural areas found work in cities, came into contact with new ideas and lifestyles, had the opportunity to get educated, and realized that their problems were shared—and that together, they could fight for solutions. Within this context, the seeds were sown for Cypriot women to begin demanding a better place in society.
What message would you like readers to take away from your book regarding women’s freedom and autonomy?
The book is, in essence, a tribute to women. To women who found the strength to take a stand in difficult times, in a society that often silenced them. I would like readers to understand that change does not always come with noise. Sometimes, a quiet resistance, a single “no” uttered at the right time, a life lived with dignity and authenticity, is enough to light a path forward.
The stories of my heroines—like that of Theia Eleni, Fotini, and Anthousa—are not grand or heroic in the traditional sense, but they are deeply human. Through their everyday struggles, their small victories and great losses, I wanted to show that every woman who dared to dream, to speak, to choose for herself, even within the limitations of her time, has contributed to the long, ongoing journey toward equality.
I hope readers will be inspired to appreciate the courage it took for past generations of women to claim their space and to continue advocating for freedom, respect, and autonomy for all.
What were the challenges of writing this particular book, both emotionally and creatively? Emotionally, it was a journey filled with memories, silences, and the voices of women who were not heard in their time. I had to revisit moments and experiences that were painful—not necessarily my own, but those passed down through the women in my family and community. There were times I paused for days, just to process a single scene. I felt a great responsibility to represent these women with truth and respect.
Creatively, the biggest challenge was finding the right balance between fact and fiction. Many of the stories are inspired by real people, but I wanted to give them the space to become something more universal. I had to ensure the historical context was accurate while also allowing the narrative to flow naturally. Writing in the voices of different women across generations also required shifting tones and perspectives, which was demanding but ultimately rewarding.
How difficult was it to capture the historical and social conditions of that era without losing the vitality and emotional depth of the narrative?
The plot of the novel unfolds within a specific historical context, but it is not a historical book. Still, extensive research was necessary for everything. On the one hand, the characters had to remain true to the period I am referring to, and on the other, any references to particular events or conditions had to be historically accurate. It was not an easy task, but it becomes more manageable when you remind yourself that you are not writing history. Whether or not I succeeded is something for the readers to judge.
Was there a real-life story or person that served as inspiration for any of your female characters?
None of the characters in the novel are based on real people, nor are they inspired by any specific individual. However, within all the heroes and heroines, there are traits drawn from people I’ve met in my personal life or heard about. Some events are inspired by various stories. For example, the incident where the teacher calls Fotini’s parents to encourage them to send their daughter to secondary school is actually my grandmother’s personal story—although the character and life path of Fotini are not based on her.
How did you choose the symbolism of the veranda with the bougainvillea as the central motif of your book?
Whenever I see bougainvillea, I can’t help but think of my grandmother and the time of her youth. Bougainvillea is a strong plant—a stubborn one, as my grandmother used to say—that no matter how much you prune it, it grows back again and again. Just like my grandmother. Just like many women of that era who, despite the hardships, found the strength to stand back on their feet. Every courtyard or veranda had its bougainvillea. Every veranda was then the heart of social life, because houses were small and cramped—they couldn’t fit people, sorrows, or joys.
Do you believe that today, compared to back then, the role of women in Cypriot society has truly changed? Are there still battles to be fought?
Undoubtedly, women today are in a much better position than those in the early decades of the 20th century. However, there is still much to be done before we can speak of equal participation in social, economic, political, and cultural life. There’s still a long road ahead. History has shown us that we should never take anything for granted. It’s far easier to lose something that took decades of struggle to achieve. At the same time, even today, not everything we take for granted is universal. I ask: Can all women in our country truly be independent today? Are they all equal at home, at work, in society? Are they financially independent? Poverty is the greatest form of oppression for everyone—especially for women. These and many more are issues that should concern us, so we can continue fighting until our true liberation.
What does this literary evening of your book presentation mean to you personally, and what do you hope to share with the audience through your speech?
Since I didn’t start writing with the goal of publishing, I’m already deeply moved and excited by the whole process. I’m living every moment. The support of my family and friends is truly touching, and very humbly, during my speech, I will limit myself to giving thanks. The main speaker on the night of the presentation will be journalist Ioanna Christodoulou, and I will simply express my heartfelt gratitude to each and every person who honors me with their presence.
Should we expect more books from you?
That I cannot know. One thing is certain: I will continue to write.
Finally, what message would you like this interview to convey?
A message directed first and foremost to myself: let’s reduce the time we spend on our phones and read, read, read.
