Search
Close this search box.

Μια ζωή αφιερωμένη στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό: Συνέντευξη με τον βραβευμένο Κώστα Κατσώνη

Interview follows in English

Γεννήθηκε στην Αραδίππου και ήταν από τους πρώτους μαθητές που πέρασαν το κατώφλι του
εξαταξίου γυμνασίου Αγίου Γεωργίου. Παιδί ακόμη, είδε τους Άγγλους να εισβάλλουν στο
σπίτι του και να συλλαμβάνουν τον πατέρα του. Μεγάλωσε μέσα σε μια φτωχή οικογένεια με έξι
παιδιά, όμως με πείσμα και θέληση κατάφερε να σπουδάσει, αποκτώντας δύο πτυχία — ως
δάσκαλος και φιλόλογος. Η επιδίωξή του δεν σταμάτησε εκεί· συνέχισε με μεταπτυχιακό και
διδακτορικό, αφιερώνοντας τη ζωή και την καριέρα του στην εκπαίδευση. Παράλληλα, στάθηκε
πάντα αρωγός του πολιτισμού μέσα από διάφορα μετερίζια και ασχολήθηκε ενεργά με τα
κοινά, τόσο στον Δήμο Αραδίππου όσο και στον Δήμο Λάρνακας. Ίσως γιατί βαθιά μέσα του
είχε εμπεδώσει, από τα νεανικά του χρόνια, τη σοφία του Γιουνγκ: η ζωή οφείλει να είναι
προσφορά. Έγραψε πληθώρα βιβλίων, ιστορικά, ποιητικά, μελέτες, δοκίμια, μυθιστορήματα.
Ο βραβευμένος Κώστας Κατσώνης έχει πολλά να πει· περισσότερα από όσα μπορεί να
χωρέσει μία μόνο συνέντευξη.
Παρ’ όλα αυτά, προσπαθήσαμε να συλλάβουμε όσο το δυνατόν
περισσότερα. Ένα πρωινό με υποδέχτηκε στο σπίτι του, με τον πανέμορφο κήπο, εκεί όπου
ζει με τη σύζυγό του, την Αναστασία, στην καρδιά της Αραδίππου.
Μιλήσαμε για πολλά — ξεφυλλίσαμε σελίδες του παρελθόντος και μέσα από τις αφηγήσεις του
κυρίου Κατσώνη ξεπρόβαλε μια Λάρνακα αλλοτινή· με μπουάτ, με το Δημητρίειο Πολιτιστικό
Κέντρο και τις παρέες που έγραψαν ιστορία, όπως θα έλεγε κι ο Σαββόπουλος.
Η πραγματικά πολύ όμορφη συνέντευξη με τον κύριο Κώστα Κατσώνη, ακολουθεί πιο κάτω.

Της Γιώτας Δημητρίου

Θα ήθελα να ξεκινήσουμε λίγο με τα πρώτα χρόνια της ζωής σας…
Γεννήθηκα στην Αραδίππου, το 1949 – δεν κρύβω την ηλικία μου. Ήταν μόλις είχε τελειώσει ο
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος στην Ελλάδα. Πήγα δημοτικό σχολείο το 1955, όταν
είχε ξεκινήσει ο αγώνας, τα θυμάμαι αυτά… Θυμάμαι κάποιες διαδηλώσεις μέσα στο σχολείο.
Θυμάμαι πως όταν βάζαμε ελληνική σημαία μέσα στο σχολείο, οι Άγγλοι το έκλειναν. Κάποιοι
μαθητές, αγωνιστές, έβαζαν την ελληνική σημαία στο σχολείο το βράδυ και οι Άγγλοι το πρωί
το έκλειναν… Εγώ, ως παιδί, τα έβλεπα αυτά. Χαιρόμουν που έκλεινε το σχολείο…
(χαμογελά)

Βεβαίως, αυτές είναι μνήμες που μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό…
Φυσικά!

Πόσα αδέλφια ήσασταν;
Ήμασταν έξι αδέλφια. Ο πατέρας μου ήταν εργάτης, έκανε πολλές δουλειές. Περάσαμε
φτώχειες, δυσκολίες, πολλές. Η μητέρα μου δεν εργαζόταν…

Τι θυμάστε έντονα από τον αγώνα του ’55;
Τη μέρα που ήρθαν οι Εγγλέζοι στο σπίτι μας, 14 Δεκεμβρίου 1955… Ο πατέρας μου ήταν
στέλεχος του ΑΚΕΛ· ήταν ανάμεσα στα 135 στελέχη της Αριστεράς που είχαν συλλάβει τότε οι
Άγγλοι προληπτικά και τους είχαν κλείσει στις Κεντρικές Φυλακές. Μέναμε όλα τα παιδιά (τότε
ήμασταν τέσσερα) σε ένα μεγάλο δωμάτιο, τη τσάμπρα, όπως τη λέγαμε. Κι εκείνο το βράδυ
μπήκαν ξαφνικά οι Άγγλοι στρατιώτες μέσα για να συλλάβουν τον πατέρα μας. Στο δικό μου
παιδικό μυαλό, τους έβλεπα σαν γίγαντες των παραμυθιών, σαν δράκοντες που ήρθαν να μας
στερήσουν την πατρική προστασία… Θυμάμαι βάλαμε τα κλάματα κι εμείς κι η μάνα μας,
φωνάζαμε, θέλαμε τον παπά μας… Μα τον πήραν κι έφυγαν…Ήταν μια τραυματική
εμπειρία… Μετά, πηγαίναμε στις φυλακές, όποτε μας επέτρεπαν και τον βλέπαμε…Ήμουν έξι
χρόνων τότε και συνόδευα τη μάνα μας, ενώ η αδελφή μου που ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερη
έμενε με τα μικρότερα παιδιά.

Κι όλα αυτά όχι γιατί ήταν κάποιος εγκληματίας, αλλά για τις πολιτικές του πεποιθήσεις;
Ακριβώς. Και ήμασταν μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά – πώς θα ζούσε η μητέρα μου χωρίς
τον πατέρα να εργάζεται; Ευτυχώς, έκανε μόνο τρεις μήνες στ φυλακή, επειδή παρενέβη ο
εργοδότης του, ο Δανιήλης που είχε ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα στην περιοχή του Αγίου
Λαζάρου. Ήταν ο άνθρωπος που μας βοήθησε όσο ο πατέρας ήταν στη φυλακή. Ήμασταν
συνδεδεμένοι με τον κ. Δανιήλη– μάλιστα η σύζυγός του βάφτισε ένα από τα αδέλφια μου.

Δημοτικό πήγατε στην Αραδίππου;
Ναι, στο Δημοτικό Αραδίππου, το οποίο τελείωσα με άριστα. Αλλά για να συνεχίσεις στο
γυμνάσιο, έπρεπε να πληρώσεις. Είχε ήδη πάει η αδελφή μου γυμνάσιο, διότι, αν και ήμασταν
φτωχή οικογένεια, ο πατέρας κι η μάνα μου ήθελαν να πάμε γυμνάσιο. Έδιναν μεγάλη
σημασία στη μόρφωση, που οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να έχουν στις δύσκολες εκείνες εποχές.
Ήταν οι εποχές που υπήρχε η Σοβιετική Ένωση, η ηγέτιδα χώρα του Σοσιαλισμού. Κι ο
πατέρας μου, ως στέλεχος της Αριστεράς στην Αραδίππου, πίστευε στις σοσιαλιστικές ιδέες
και στη μόρφωση. Αν και ο ίδιος είχε φτάσει μόνο μέχρι την Πέμπτη Δημοτικού, ήθελε τα
παιδιά του να σπουδάσουν. Διάβαζε κάθε μέρα εφημερίδες, περιοδικά κι ό,τι άλλο έπεφτε στα
χέρια του. Κι είχε ένα άλλο είδος μόρφωσης. …

Είναι κάποιοι άνθρωποι που μπορεί να μην τελείωσαν το Δημοτικό αλλά ήταν πραγματικά μορφωμένοι, όπως π.χ. ο Μιχάλης Πουμπουρής που έγραψε και καταπληκτικά βιβλία…
Ναι, ήταν της ίδιας εποχής με τον πατέρα μου ο Πουμπουρής– συμφωνώ. Αυτοί οι άνθρωποι
ζυμώθηκαν μέσα στο καμίνι της ζωής και των κοινωνικών αγώνων για μια καλύτερη και
δικαιότερη κοινωνία. Είχαν μόρφωση κοινωνική και πολιτική. Ο πατέρας μου ήθελε να μας
σπουδάσει και να μας μορφώσει, γιατί ήμασταν όλα τα παιδιά της οικογένειας καλοί μαθητές.
Εγώ, επειδή ήμουν άριστος μαθητής στο εξατάξιο γυμνάσιο του Αγίου Γεωργίου, δεν
πλήρωνα το λεγόμενο «εσωτερικό ταμείο», που ήταν πέντε λίρες, ένα όχι ευκαταφρόνητο
ποσό για τα δεδομένα της εποχής. Ήμασταν οι πρώτοι μαθητές που φοιτήσαμε στην Α΄τάξη
του Γυμνασίου, όταν άρχισε τη λειτουργία του το Γυμνάσιο του Αγίου Γεωργίου, που είχε
χτιστεί ως παράρτημα του Παγκυπρίου Λυκείου και άρχισε να λειτουργεί από το 1961. Ήταν
ένα στολίδι για τη Λάρνακα, και ήμασταν περήφανοι που φοιτούσαμε σε εκείνο το σχολείο.
Ήμουν πάντα ενεργός και στα κοινά: πρόεδρος της τάξης, άριστος μαθητής, πολλές οι
αναμνήσεις… Δεν προλαβαίνουμε να τις πούμε όλες τώρα… (χαμογελά).



Ωστόσο, τι κρατάτε από εκείνα τα χρόνια;
Κρατώ το ότι είχα πολύ καλούς συμμαθητές, με τους οποίους είμαστε φίλοι μέχρι σήμερα.
Ανάμεσά τους κι ο αείμνηστος ποιητής Λεύκιος Ζαφειρίου, αλλά και αρκετοί άλλοι που
κάποιοι έγιναν δικηγόροι, άλλοι γιατροί κ.λπ., όπως ο μ. Ξενοφών Κυριακίδης, ο Μάριος
Λουκά, ο Γιάννης Σαββίδης, ο Βάκης (Βαρνάβας) Ντζιούβας, ο Πολυβής, ο Νικολής, ο μ.
Κόκος Καραγιώργης και άλλοι. Περάσαμε πολύ ωραία μαθητικά χρόνια, με αγάπη, χωρίς κινητά, τάμπλετ και ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ήταν τα χρόνια της αθωότητας. Ήταν μια άλλη Κύπρος, η Κύπρος του χθες, · μια εποχή που βεβαίως έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Πολύ αυστηροί καθηγητές – οι περισσότεροι Ελλαδίτες. Είχαμε στολή, πηλίκιο και σήμα.
Πηγαίναμε στο σχολείο με το ποδήλατο (από την Αραδίππου). Δεν υπήρχαν τότε πολλά
αυτοκίνητα. Μόνο όταν δεν το επέτρεπε ο καιρός, παίρναμε το λεωφορείο.
Είχαμε επίσης και πολύ καλούς καθηγητές, που οι πιο πολλοί ήταν από την Ελλάδα.
Θυμάμαι, π.χ. τον Παύλο Σιμελίδη – ήταν εξαιρετικός φιλόλογος, τον Βρέτταρο (φυσικό), την
Τσιάντη (φιλόλογο), τον Καββαδία (μαθηματικό) και άλλους. Ο Λαρνακέας φιλόλογος Κώστας
Παπαμιχαήλ, που μόλις είχε διοριστεί, ήταν επίσης καθηγητής μας στην Δ’ τάξη (Α΄Λυκείου
σήμερα), όπως και ο Συμεωνίδης, ο Σολωμού, ο Πιερής, ο Παρίδης, ο Στρόγγολος, ο Φάντης
και άλλοι. Στη Γ’ Γυμνασίου έπρεπε να αποφασίσουμε αν θα πάμε Κλασικό, Πρακτικό ή
Οικονομικό, που ήταν τότε οι τρεις επιλογές. .Αν και πολύ καλός μαθητής, αποφάσισα να
πάω οικονομικό (θυμάστε, σας είπα, ήμασταν έξι αδέλφια) – για να βρω τελειώνοντας καμιά
δουλειά…να βοηθήσω την οικογένεια. Είχα φάει τη λογιστική με το κουτάλι κι όλα τα
οικονομικά και εμπορικά μαθήματα. Κι όσο κόντευε ο καιρός της αποφοίτησης, όλο και πιο
πολύ μεγάλωνε μέσα μου η επιθυμία για πανεπιστημιακές σπουδές, στον κλάδο των
Οικονομικών.
Κάτι που θυμήθηκα τώρα και είναι σημαντικό να αναφέρω είναι το γεγονός ότι στα τρία
τελευταία χρόνια της φοίτησής μας είχαμε ως Διευθυντή τον εξ Ελλάδος φιλόλογο Ιωάννη
Αναγνωστόπουλο, έναν φωτισμένο δάσκαλο και παιδαγωγό. Μιλώ για την περίοδο 1964-
Ήταν ο άνθρωπος που συζητούσε μαζί μας τα πάντα· κάναμε «περιπατητική σχολή»,
κάτω από τα πεύκα, αν είχαμε καλό καιρό, αναλύαμε τον Όμηρο, τη λογοτεχνία και την
τρέχουσα πραγματικότητα του τόπου και του κόσμου. Το πιο σημαντικό ήταν ότι είχε
καθιερώσει – σχεδόν κάθε μέρα, συγκεντρώσεις όλων των μαθητών (ήμασταν αρρεναγωγείο)
στο Θέατρο του Λυκείου, αποκόπτοντας 3-4 λεπτά από κάθε μάθημα –για τη διοργάνωση
καλλιεχνικών και άλλων εκδηλώσεων. Κάθε τάξη ή τμήμα ξεχωριστό αναλάμβανε να ετοιμάσει
μια γιορτή (π.χ. γιορτή του δέντρου, εθνικές επετείους κ.ά). Ήταν τότε στο σχολείο μας, στην
έκτη τάξη, ανάμεσα στους μαθητές και ξεχώριζαν για το πηγαίο χιούμορ και τις μιμητικές τους
ικανότητες, ο Καλλέργης, ο Χάρης ο Παυλάκης, ο Γιώτης ο Αντωνιάδης, αλλά και ο γνωστός
αργότερα μουσικοσυνθέτης Δώρος Γεωργιάδης και άλλοι, που συμμετείχαν στις εκδηλώσεις.
Οι χιουμορίστες συμμαθητές έκαναν παραστάσεις με σατιρικό πνεύμα (μιμήσεις πολιτικών,
σάτιρες και άλλα) και μας διασκέδαζαν αφάνταστα, ενώ είχαμε και μουσικές παραστάσεις.
Επίσης, μια φορά τη βδομάδα, συγκεντρωνόμασταν όλο το σχολείο στο θέατρο (500
μαθητές) και ακούγαμε κλασική μουσική (!), με υπεύθυνο τον μ. καθηγητή της μουσικής
Χριστόδουλο Αχιλλεούδη. Θυμάμαι από τότε πόσο με είχαν εντυπωσιάσει η «Κάρμεν» του
Μπιζέ και άλλα κλασικά κομμάτια.

Μα τι ποιοτική παιδεία, δεν υπάρχει σήμερα!
Ακριβώς! Εγώ θυμάμαι την «Κάρμεν» και την ξεχωρίζω ως τώρα και με συγκινεί. Αλλά
φανταστείτε τι θα γινόταν ίσως σήμερα, αν σε κάποιο σχολείο έκαναν κάτι παρόμοιο!



Σήμερα συναντιέστε κάποτε οι απόφοιτοι;
Είχαμε καθιερώσει να συναντιόμαστε κάθε πέντε χρόνια. Και κάναμε αρκετές συνεστιάσεις
στα κατοπινά χρόνια, στις οποίες συμμετείχαν και οι συμμαθήτριές μας, που φοιτούσαν τότε
στο Παγκύπριο Λύκειο, αλλά είχαμε πάντα επικοινωνία και βλεπόμασταν στις παρελάσεις και
άλλες κοινές εκδηλώσεις. Πριν από λίγα χρόνια, το 2017 γιορτάσαμε τα 50χρονα από την αποφοίτησή μας, με μια συνεστίαση στο Κτήμα Μακένζι, που είχε μεγάλη επιτυχία. Μετά ήρθε η πανδημία, άρχισαν και οι πρώτες απώλειες και κάπου χαθήκαμε.

Όταν τελειώσατε το Λύκειο;
Έκανα εγγραφή στην ΑΣΟΕ – Ανώτατη Σχολή Οικονομικών Επιστημών της Αθήνας, αλλά ποτέ δεν πήγα….

Πότε αυτό;
Το 1967 όταν ήμουν στρατιώτης, Θυμάμαι, μας βοηθούσαν τότε οι καθηγητές και η αίτηση γινόταν μέσω της Ελληνικής Πρεσβείας. Δεν υπήρχαν τότε Εισαγωγικές ή Παγκύπριες Εξετάσεις, ενώ όσοι σπούδαζαν έκαναν μόνο 14 μήνες θητεία, αντί δύο έτη. Τελικά, όμως, όταν πλησίαζε ο καιρός, ο πατέρας μου ήταν ανένδοτος: «Με τι λεφτά θα πας να σπουδάσεις;» μου έλεγε. Εγώ απαντούσα πως θα εργαζόμουν και θα σπούδαζα, όπως έκαναν και τόσοι άλλοι, αλλά δεν το τόλμησα τελικά.. Κι επειδή μιλήσαμε και για πολιτικές πεποιθήσεις προηγουμένως, να αναφέρω κι αυτό: Είχα καταταγεί στο ΚΕΝ Λάρνακας και με πήραν στο ΚΕΝ Πάφου να κάνω τη θητεία μου, επειδή ήμουν γιος Ακελικού. Με είχαν βάλει στην ειδικότητα ΑΤ, εκτοξευτής. Θυμάμαι, μας είχαν κάνει απίστευτο καψόνι μόλις φτάσαμε, αλλά μετά πέρασα καλά, έκανα φίλους… Μετά με είχαν στείλει στην επαρχία Κερύνειας, στη Μύρτου, στο 281 Τάγμα Πεζικού. Εκεί γνώρισα έναν λοχαγό, τον Πετάση, ο οποίος ήταν προοδευτικός άνθρωπος και ήταν εντάξει απέναντί μου. Είδε τα προσόντα μου και με έβαλε στο Γραφείο Κινήσεως της Μονάδας. Πέρασα καλά, δεν κακοπέρασα, αλλά δεν ήθελα να περάσω δεύτερο χειμώνα στον στρατό. Και, θυμάμαι, ήρθε μια μέρα ο λοχαγός και με ρώτησε τι έχουν εναντίον του πατέρα μου στην Αραδίππου (οι κοινοτικές αρχές) και τον κατηγορούν ότι ήταν κομμουνιστής με δράση κτλ. Εγώ του απάντησα: «Μα εγώ μόλις τελείωσα το σχολείο, τι σχέση έχω με αυτά;». Κι ευτυχώς δεν έλαβε υπόψη του τις «καταγγελίες», οπότε έκανα το υπόλοιπο της θητείας μου εκεί,

Εσείς, ως μαθητής, δεν ασχολούσασταν με το κόμμα;
Όχι ιδιαίτερα…Είχα τα μαθήματά μου, κι αυτό ήταν για μένα προτεραιότητα.

Ίσως και λόγω της τραυματικής εμπειρίας που είχατε ως παιδί, όταν είχαν συλλάβει τον πατέρα σας μπροστά στα μάτια σας;
Δεν ξέρω… Η αλήθεια είναι πως είχα τις απόψεις μου, αλλά δεν ασχολούμουν ιδιαίτερα. Πήγαινα στον ΕΡΜΗ εδώ στην Αραδίππου, ήταν ο Αντρέας ο Τράττος τότε (πρώτος Δήμαρχος Αραδίππου μετέπειτα), ήταν οι μορφωτικοί σύλλογοι του ΑΚΕΛ. Ήταν οργανωμένα σωματεία, δεν ήταν μόνο ποδόσφαιρο. Μου άρεσε, πήγαινα και στο ποδόσφαιρο, αλλά ναι, δεν ήμουν έντονα δραστηριοποιημένος, ενώ παρακολουθούσα και τις καλλιτεχνικές- πολιτιστικές εκδηλώσεις του Ερμή και των Λαϊκών Οργανώσεων, που ήταν πολύ ποιοτικές (ιδιαίτερα οι θεατρικές παραστάσεις) και μου άρεσαν πολύ. Αλλά, για να επανέλθουμε στο θέμα της στρατιωτικής μου θητείας, η αλήθεια είναι πως όσο καλά κι αν περνούσα στον στρατό, δεν ήθελα να κάνω δεύτερο χειμώνα. Άρα η μόνη λύση ήταν να σπουδάσω. Έτσι αποφάσισα-ήταν η μόνη λύση: να δώσω εξετάσεις για την Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου (ΠΑΚ), για δάσκαλος. Ήταν τότε οι εισαγωγικές εξετάσεις μέσα στο καλοκαίρι. Πήρα άδεια 10 μέρες από τον στρατό, διάβασα, έδωσα τις εξετάσεις μαζί με άλλους 850 υποψήφιους και πέρασα. Περάσαμε 85 και ήμουν, όπως έμαθα, 33ος. Τότε είχε και προφορικές και γραπτές εξετάσεις.Φάνηκα τυχερός γιατί είχε αναλάβει τότε Διευθυντής της Ακαδημίας ο Μιχαλάκης Μαραθεύτης, ένας φωτισμένος δάσκαλος, ο οποίος κατάργησε τις οποιεσδήποτε παρεμβάσεις στην εισαγωγή των φοιτητών. Το ανέφερα και πρόσφατα, όταν με βράβευσαν με ένα βραβείο που δίνεται εις μνήμη του. Ο Μιχαλάκης Μαραθεύτης είναι ο άνθρωπος που καθιέρωσε το αδιάβλητο των εισαγωγικών εξετάσεων για την Ακαδημία και τα Πανεπιστήμια στην Κύπρο. Από τότε το αδιάβλητο υπάρχει — ήμουν στο Υπουργείο και το γνωρίζω πολύ καλά.

Άρα περάσατε αξιοκρατικά, 85 άριστοι μαθητές… Επιβεβαιώνετε, βέβαια, αυτό που λέγεται, πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελά. Εσείς κάνατε σχέδια για ΑΣΟΕ στην Αθήνα· με ένα “όχι” του πατέρα σας μπήκατε στην Παιδαγωγική στην Κύπρο.
Ακριβώς. Και δεν μετανιώνω, πέρασα πολύ καλά στην ΠΑΚ. Τότε ήταν μεγάλη υπόθεση να περάσεις δάσκαλος — υπήρχε άμεση προοπτική διορισμού. Ήταν άλλες εποχές. Το καλό τότε ήταν ότι περνούσαν τόσοι φοιτητές όσοι χρειάζονταν για να εργοδοτηθούν σε τρία χρόνια Έτσι, εμείς τελειώσαμε Ιούνιο και τον Σεπτέμβρη διοριστήκαμε. Αξίζει επίσης να προσθέσω ότι στη διάρκεια της τρίχρονης φοίτησής μου στην ΠΑΚ είχα εμπλοκή στα φοιτητικό κίνημα και ήμουν πρόεδρος της Σπουδαστικής Κοινότητας στο 3 ο έτος, ενώ εκπροσώπησα την Κύπρο, μαζί με άλλους τέσσερις ηγέτες φοιτητικών οργανώσεων, στο 1 ο Παγκόσμιο Νεολαίας και Φοιτητών του ΟΗΕ, που έγινε στη Νέα Υόρκη από 5-20 Ιουλίου 1970, με τη συμμετοχή 800 φοιτητών από 113 χώρες. Συνεδριάζαμε στο Μέγαρο των Ηνωμένων Εθνών. Ήμουν 20 χρόνων! Ήταν ένα ταξίδι όνειρο, με όλα τα έξοδα πληρωμένα από τις ΗΠΑ. Κι όταν επέστρεψα στην Κύπρο, μετάφρασα τα πορίσματα του συνεδρίου στα ελληνικά (από τα αγγλικά) και τα δημοσίευσα στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» σε τρεις συνέχειες.

Και μετά;
Εργάστηκα ως δάσκαλος 17 χρόνια, τα περισσότερα ήμουν στην πόλη και επαρχία Λάρνακας. Αλλά εν τω μεταξύ, μετά την τραγωδία του 1974, είχα κάνει εγγραφή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διότι ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές μου, γιατί ένιωθα ότι ήθελα να κάνω κάτι περισσότερο. Αν και ήθελα να γραφτώ στη Νομική, μια φίλη με έγραψε στη Φιλοσοφική γιατί πίστευε πως εκεί ταίριαζα καλύτερα. Έτσι ξεκίνησα τις σπουδές μου εξ αποστάσεως στη Φιλοσοφική — ήμουν στην Κύπρο και πήγαινα Αθήνα για τις εξετάσεις. Και το 1978, σε τέσσερα χρόνια τελείωσα τις σπουδές μου και πήρα πτυχίο Ελληνικής Φιλολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με λίαν καλώς! Ακολούθησαν κι άλλοι δάσκαλοι, συνάδελφοι που έκαναν τις ίδιες σπουδές.

Γιατί;
Η αλήθεια είναι, εκτός από την ανάγκη της μάθησης, ήταν και το γεγονός ότι οι δάσκαλοι δεν αμείβονταν πολύ καλά τότε. Αλλά περισσότερο εγώ ήθελα να μάθω, να πάρω ένα πανεπιστημιακό πτυχίο. Βέβαια, μέχρι να διοριστώ φιλόλογος, πέρασαν άλλα δέκα χρόνια.

Αλλά οι σπουδές στην Αθήνα έπαιξαν τον ρόλο τους όχι μόνο επαγγελματικά αλλά και προσωπικά, αφού εκεί γνωρίσατε τη σύζυγό σας…
Ναι, ακριβώς. Εκεί γνώρισα τη σύζυγό μου, την Αναστασία, η οποία ήταν επίσης φιλόλογος, πρόσφυγας από τη Λάπηθο. Ενώσαμε τις τύχες μας το 1978 με αρραβώνα και το 1980 παντρευτήκαμε.

Πού διοριστήκατε φιλόλογος;
Τα δύο πρώτα χρόνια (1988-90) ήμουν στη Διανέλλειο Τεχνική Σχολή Λάρνακας.. Εμπειρίες ζωής αξέχαστες. Ήταν τότε Υπουργός Παιδείας ο αείμνηστος Χριστόφορος Χριστοφίδης, που γνώριζε τη δουλειά μου, έβλεπε ότι έγραφα βιβλία, ότι ήμουν ως δάσκαλος και στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, και είχαμε κάνει 6-8 σχολικά εγχειρίδια (ήμουν με απόσπαση, μισός στο Υπουργείο και μισός στα δημοτικά). Μου πρότεινε να πάω με απόσπαση στην Ανάπτυξη Προγραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας, για να γράψουμε την Ιστορία της Κύπρου. Αναφέρομαι στην περίοδο 1990-1992, μόλις έφευγα από τη Διανέλλειο.
Και πήγα, παρέμεινα για δύο χρόνια και συμμετείχα στην ομάδα συγγρφής του βιβλίου Ιστορίας της Γ΄Λυκείου που διδάσκεται ως σήμερα («Ιστορία της Κύπρου Μεσαιωνική- Νεότερη)..

Βέβαια, μια άλλη σημαντική πτυχή της ζωής σας είναι η περίοδος 1978-1983, όπου ήσασταν συντονιστής των εκδηλώσεων του Δημητρίειου Πολιτιστικού Κέντρου Λάρνακας (ΔΠΚΛ), για το οποίο, βεβαίως, έχετε γράψει κι ένα βιβλίο…
Ναι. Στη Λάρνακα άρχισε να λειτουργεί από το 1973 ένα παλιό αρχοντικό της οικογένειας Δημητρίου ως Πολιτιστικό Κέντρο (εκεί που ήταν μετέπειτα η Στοά Δημητρίου). Εκεί ο μακαρίτης Νίκος Δημητρίου, ο οποίος είχε πραγματική αγάπη για τον πολιτισμό, πρόσφερε την παλιά του αρχοντική κατοικία της οικογένειας και έτσι δημιουργήθηκε το Δημητρίειο, που λειτουργούσε σε συνεργασία με τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας (την τότε Μορφωτική Υπηρεσία). Πριν πάω εγώ ως Συντονιστής στο ΔΠΚΛ ήταν ο μ. Σάββας Χαλλούμας. Θυμάμαι, με είχε πάρει τηλέφωνο ο Αντρέας Ιωαννίδης, πρώην επιθεωρητής — είχα ήδη τελειώσει τη Φιλολογία — και με είχε ρωτήσει αν ενδιαφέρομαι να πάω στο Δημητρίειο Πολιτιστικό Κέντρο με απόσπαση: μισός σε σχολείο, μισός στο Κέντρο κι αποδέχτηκα. Έμεινα εκεί για πέντε χρόνια, ως το 1983 που το Κέντρο τερμάτισε τη λειτουργία του, και αργότερα (2019) έγραψε και το βιβλίο με την ιστορία και την προσφορά του στον πολιτισμό της Λάρνακας και του τόπου γενικότερα, το οποίο εκδόθηκε από το Ίδρυμα Φοίβου Σταυρίδη-Αρχεια Λάρνακας. .

Ήσασταν ανήσυχο πνεύμα… Όλα αυτά τα κάνατε για καλύτερο εισόδημα ή επειδή σας άρεσε;
Το εισόδημα ήταν σταθερό. Είχα τον μισθό του εκπαιδευτικού. Απλώς ήμουν σε απόσπαση τον μισό μου διδακτικο χρόνο στο Κέντρο. Μου άρεσε ο πολιτισμός, μου άρεσαν οι μπουάτ, οι διοργανώσεις μας, οι παρέες, οι ομάδες καλλιτεχνών. Ήταν μια άλλη Λάρνακα τότε, με πολύ πολιτισμό και ανθρώπους του πολιτισμού ιδιαίτερα αξιόλογους και δραστήριους, κάτι που συνεχίζεται και σήμερα.

Πώς ήταν η εμπειρία σας στο Δημητρίειο Πολιτιστικό Κέντρο;
Ήταν πέντε χρόνια που με καθόρισαν και με «εμβολίασαν» πολιτιστικά! Με επηρέασε αφάνταστα, γνώρισα όλους τους ανθρώπους πολιτισμού της Λάρνακας και όχι μόνο, αλλά και σημαντικές μορφές των γραμμάτων από Ελλάδα κυρίως, που προσκαλούνταν στην Κύπρο για διαλέξεις από τη Μορφωτική Υπηρεσία και έρχονταν και στη Λάρνακα, όπως π.χ. Ιωάννης Κακριδής, Κωνσταντίνος Τρυπάνης, Μανώλης Γλέζος, Αντώνης Σαμαράκης, Ζωρζ Σαρή και άλλοι.

Από την εκδήλωση που διοργάνωσε το ΑΚΕΛ τον Δεκέμβριο 2024 για να τιμήσει τον εκπαιδευτικό και συγγραφέα Δρ Κατσώνη

    Οι προσωπικότητες που γνωρίζουμε επηρεάζουν ή καθορίζουν την πορεία μας;
    Φυσικά! Εγώ “έπαιρνα” από αυτούς τους ανθρώπους. Ήμουν νέος, 29-30 ετών, και ήταν
    μεγάλη χαρά μου η γνωριμία και η συνεργασία με σημαντικούς πνευματικούς δημιουργούς
    της Κύπρου και της Ελλάδας. Δεν θα ξεχασω, για παράδειγμα ποτέ και τη συνεργασία μου με
    τον μ. Φοίβο Σταυρίδη, με πρωτοβουλίου του οποίου εκδίδαμε τότε στη Λάρνακα το λογοτεχνικό περιοδικό “Ο Κύκλος” (διμηνιαία έκδοση τέχνης και προβληματισμού), που
    κυκλοφορούσε στη Λάρνακα από το 1980 μέχρι το 1986. Ήμουν μέλος της Πνευματικής
    Ομάδας, μαζί με τον Στέφανο Ζυμπουλάκη, τον Λούη Περεντό, τον Τρίφωνα Παπαχριστοφρόου και τον Χριστόφορο Παπαχρυσοστότμου, με επικεφαλής τον Φοίβο, που
    είχε το Φαρμακείο του στην Ακρόπολη και ήταν τόπος συνάντησης των πνευματικών
    δημιουργών της Λάρνακας.

    Ο πνευματικός κόσμος εκείνης της εποχής ήταν αγαπημένος; Διότι σήμερα βλέπω ανθρώπους, υποτίθεται του πνεύματος, και έχουν “κόντρες” μεταξύ τους, ενώ θα ανέμενε κανείς οι άνθρωποι του πνεύματος να έχουν μια άλλη ανωτερότητα αντίληψης και να μην πέφτουν σε μικρότητες…
    Εμείς τότε ήμασταν αγαπημένοι, με τις μπουάτ μας, το κρασί μας, με διαρκή ανταλλαγή απόψεων, συζητήσεις, εκδηλώσεις… Τι να θυμηθώ! Στην Μπουάτ «Τροχός», για παράδειγμα
    που είχαμε δημιουργήσει στη Λάρνακα ως το 1974 και ήμασταν μια δυναμική παρέα που κάναμε κάθε βδομάδα συναντήσεις, εκδηλώσεις και περνούσαμε πολύ όμορφα. Ο Φοίβος Σταυρίδης, ο Λούης Περεντός, ο Κίκης Κύπαρης, ο Σάββας ο Χαλλούμας,η Γκλόρια Μαραθεύτη, ο Βάσος Κωνσταντίνου και άλλοι πολλοί σύχναζαν στην Μπουάτ και αργότερα στο Δημητρίειο και δεν είχαμε τίποτα να μοιράσουμε, ήταν πολύ ωραίες εποχές.

    Ποιοι αποτελούσαν το Δ.Σ. του Δημητρίειου Κέντρου;
    Γυμνασιάρχες και άνθρωποι του πνεύματος της Λάρνακας. Θυμάμαι: Κώστας Παπαμιχαήλ,
    Χρύσω Καλλίδου, Λούης Περεντός, Θεοδόσης Νικολάου, Γιάννης Κατσούρης (εκ μέρους του
    Υπουργείου), Τούλα Χαραλάμπους, Χριστόφορος Παπαχρυσοστόμου και άλλοι, ενώ εκ τον
    Νίκο Δημητρίου εκπροσωπούσε αρχικά ο Λουκής Λουκαϊδης και αργότερα (εκ μέρους της
    οικογένειας) η Ναδίνα Δημητριου και η Αλεξάνδρα Γαλανού..

    Σπουδαίες προσωπικότητες. Τι θυμάστε από τον Θεοδόση Νικολάου;
    Θυμάμαι μετά τις εκδηλώσεις στο Δημητρίειο συνήθως πηγαίναμε για φαγητό με τον ομιλητή
    της εκδήλωσης, που αν ήταν λογοτεχνική ήταν μαζί μας και ο Φοίβος ο Σταυρίδης, ο Λούης
    Περεντός, ο Κατσούρης, ο μεγάλος ποιητής μας Παντελής Μηχανικός κάποτε και άλλοι. . Ο
    Θεοδόσης Νικολάου ήταν πολύ φιλοσοφημένος άνθρωπος και φωτισμένος δάσκαλος και
    παιδαγωγός. Θυμάμαι, όταν έπινε το ποτό του (κονιάκ), ήθελε πάντα να είναι κλειστό το
    μπουκάλι-εκτός όταν έβαζε ποτό, για να μη χάνει το άρωμά του το κονιάκ. Θυμάμαι τις πολύ
    ωραίες κουβέντες μας, την πραότητά του, τη στοχαστική του διάθεση και τις μετρημένες
    κουβέντες. Μια φορά, καθώς φεύγαμε από το Δημητρίειο, ένας συνάδελφος που είχε πάρει
    μετάθεση για το Παραλίμνι δυσανασχετούσε και παραπονιόταν για τη μεγάλη απόσταση. Τότε
    γυρνάει με ένα καθησυχαστικό βλέμμα ο Θεοδόσης και του λέει παραινετικά:
    “Κοίταξε, Χριστόφορε, η δουλειά είναι προσευχή. Να σηκώνεσαι το πρωί, να κάνεις τον
    σταυρό σου και να λες ‘Δόξα σοι ο Θεός, πάω στη δουλειά μου!’
    Το θυμάμαι αυτό. Θυμάμαι με πόση ηρεμία το είχε πει. Θυμάμαι τις προοδευτικές του
    αντιλήψεις στην παιδεία και πόσο ενέπνεε τα παιδιά, αλλά και τους μεγάλους.
    Για να επανέλθω σε αυτό που ανέφερες για τις “κόντρες”, εμείς οι άνθρωποι του πολιτισμού
    δεν έχουμε την πολυτέλεια για “κόντρες”. Είμαστε όλοι εθελοντές, υπηρετούμε τον πολιτισμό.
    Τι έχουμε να μοιράσουμε;

    Ο άνθρωπος που πραγματικά κουβαλά μέσα του τον πολιτισμό δεν μπορεί να υποπέφτει σε μικρότητες και αντιπαραθέσεις. Άλλωστε, έχουμε παραδείγματα σπουδαίων ποιητών που αλληλοεγκωμίαζαν το έργο τους. Ο Κωστής Παλαμάς, για παράδειγμα, έγραφε για τον Ρίτσο στο “Ελεύθερο Βήμα” στις 26 Ιουνίου 1938: “Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης ρυθμός, παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις.”
    Ακριβώς! Αλίμονο αν δεν αποδεχόμαστε ο ένας τον άλλο και ιδιαίτερα αν δεν στηρίζουμε τους
    νέους δημιουργούς, αναγνωρίζοντας όμως και την αξία των παλαιότερων και τιμώντας τους,
    όπως τους ταιριάζει, όπως κάναμε στο Δημητρίειο και όπως κάνουμε και σήμερα εδώ και 20
    χρόνια στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και πάντα σε συνεργασία με τον Δήμο Λάρνακας.

    Ως νεαρός, εσείς διαβάζατε βιβλία;
    Άλλο μεγάλο κεφάλαιο αυτό! (Γελά) Μα φυσικά, πολλά βιβλία, Ήταν η μόνη μας καταφυγή και
    ψυχαγωγία! Στο σπίτι μας, όταν ήμουν παιδί, δεν είχαμε αρκετά βιβλία – γιατί ήμασταν φτωχή οικογένεια – αλλά κάθε πρωί ερχόταν στο σπίτι μας η “Χαραυγή” και ο πατέρας μου έπαιρνε
    και τον “Φιλελεύθερο” αργότερα. Πρώτος το πρωί διάβαζα την εφημερίδα, έτσι στα πεταχτά
    πριν πάω σχολείο. Επίσης, τα απογεύματα και τα καλοκαίρια-10-12 χρονών παιδί τότε-
    βοηθούσα στο κατάστημα που εργαζόταν ο πατέρας μου (το Συνεργατικό Παντοπωλείο
    Αραδίππου) κι ό,τι έντυπο έπεφτε στα χέρια μου, το διάβαζα.
    Αλλά η μεγάλη μου χαρά ήταν όταν πήγα στο Γυμνάσιο του Αγίου Γεωργίου. Εκεί υπήρχε μια
    βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία! Σε κάθε αίθουσα διδασκαλίας υπήρχε ένα ερμάρι στον τοίχο σαν
    βιβλιοθήκη, ενώ στο μαθητικό συμβούλιο του κάθε τμήματος, που αποτελούνταν από 5
    άτομα, ο ένας ήταν βιβλιοθηκάριος. Πήγαινε κάθε βδομάδα στη βιβλιοθήκη ή κάθε 15 μέρες
    και έφερνε βιβλία. Τα δανειζόμασταν, τα διαβάζαμε και μετά μας έφερνε άλλα.
    Εγώ το έχω πει πολλές φορές και το έχω γράψει: Εμείς, πριν τελειώσουμε το Λύκειο, εκτός
    από τα βιβλία των μαθημάτων, είχαμε ξεσκονίσει κυριολεκτικά όλο τον Καζαντζάκη, τον
    Μυριβήλη, τον Λουντέμη, τον Βενέζη, τον Ξενόπουλο, τον Τσίρκα και άλλους πολλούς
    συγγραφείς, Έλληνες και ξένους. Αυτό, βέβαια, μας βοηθούσε πολύ στη γλωσσική μας
    επάρκεια και γνώση. Το είδα και αργότερα ως δάσκαλος: η λογοτεχνία σε βοηθά στη γλώσσα,
    στο να γράφεις, να μιλάς προφορικά αλλά και στην κοσμοθεωρία σου, σε πολλά!
    Εμείς τότε,για παράδειγμα, δεν κάναμε προετοιμασία στην τάξη για να γράψουμε μια έκθεση,
    όπως γίνεται σήμερα. Ερχόταν ο καθηγητής, έγραφε το θέμα στον πίνακα και εμείς αρχίζαμε
    να γράφουμε, χωρίς να χάνουμε χρόνο. Θυμάμαι τον Σεμελίδη, τον φιλόλογό μας στη Γ’
    Λυκείου, που μια μέρα ήρθε στην τάξη και έγραψε στον πίνακα:
    “Τὸ δε ζητούμενον ἁλωτὸν, ἐκφεύγει δὲ τὸ ἀμελούμενον.”
    (Αυτό που είπε ο Σοφοκλής: “Αυτό που ζητούμε το πετυχαίνουμε· εκείνο που ξεφεύγει είναι
    ό,τι παρατάμε” – το είπε αργότερα και ο Κοέλο στον “Αλχημιστή”).
    Και με αυτή τη φράση έπρεπε να γράψουμε έκθεση, χωρίς να έχει προηγηθεί προετοιμασία.
    Αλλά όταν διαβάζεις λογοτεχνία, αυτό γίνεται πιο εύκολα. Εγώ είχα γράψει τότε για το θέμα
    αυτό πέντε σελιδες τετραδίου και βαθμολογήθηκα με 18· ακόμη έχω αυτό το τετράδιο των
    εκθέσεών μου.

    Από την τελετή απονομής βραβείου Συνολικής Προσφοράς «Μιχαλάκης Μαραθεύτης» 2025 στον Δρ. Κώστα Κατσώνη, που έγινε τον Απρίλιο του 2025


    Υπάρχει ένα βιβλίο που διαβάσατε στην εφηβεία σας και θεωρείτε ότι σας επηρέασε σε
    μεγάλο βαθμό;

    Πολλά βιβλία, πολλοί συγγραφείς. «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» του Αλμπέρ Καμύ, για
    παράδειγμα, ο Καζαντζάκης γενικά. Θυμάμαι ακόμα το βιβλίο του Ίωνα Δραγούμη «Όσοι
    ζωντανοί», όπου συνάντησα μια σκέψη που την κατέγραψα σε ένα από τα πολά τετράδια
    σημειώσεων και ημερολογίου που είχα. Συνήθιζα πάντα να γράφω σε ένα τετράδιο τις σκέψεις
    και τους προβληματισμούς μου, σαν ημερολόγιο, αλλά και ποιήματα και αγαπημένες μου
    φράσεις από βιβλία. Θυμάμαι από τον Δραγούμη το εξής, που το είχα γράψει και μου είχε
    αρέσει πολύ και μ’επηρέασε: :
    “Ή νικητής ή μοναχός, ποτέ πρόβατο στο κοπάδι.”
    Αυτή η φράση ως στάση ζωής – ειδικά εκείνο το “ποτέ πρόβατο στο κοπάδι”.
    Πολλές φράσεις με επηρέασαν, όπως και του Τολστόι:
    “Γίνε ήλιος για να σε δουν.” Αλλά και αυτό που έγραψε ο Γιουνγκ στο βιβλίο του «What Life
    should mean to you”, που συνοψίζεται στη φράση: Life means contribution to the whole” και
    άλλα…

    Δεχθήκατε πόλεμο ή ζήλιες στη ζωή σας;
    Υπήρχαν. Σίγουρα θα υπήρξαν περιπτώσεις, αλλά οκ…

    Από το 2003 μέχρι το 2009 εργαστήκατε δίπλα στον Υπουργό Παιδείας και βοηθούσατε με τις ομιλίες του και όχι μόνο.
    Ναι, δίπλα στους αείμνηστους Πεύκιο Γεωργιάδη και Άκη Κλεάνθους, που άφησαν έντονη τη δική τους σφραγίδα στην Παιδεία και τον Πολιτισμό του τόπου.Έμεινα στο Υπουργείο έξι χρόνι
    κι ήταν χρόνια γεμάτα, όμορφα και δημιουργικά, με πλούσιες εμπειρίες ζωής και δράσης.

    Το πρώτο σας βιβλίο πότε το εκδώσατε;
    Το 1992, όταν πήγα στην Ανάπτυξη Προγραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας. Ήμουν
    αποσπασμένος στο Υπουργείο και ήταν το βιβλίο “Ελάτε να γνωρίσουμε την Κύπρο” για τα
    παιδιά των αποδήμων στην Αγγλία, με έγχρωμες φωτογραφίες του Ζακ Ιωακωβίδη, το οποίο
    έγινε και χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια στα σχολεία της Παροικίας αλλά και στη Δημοτιή
    Εκπαίδευση της Κύπρου.

    Πόσα βιβλία ακολούθησαν από τότε;
    Κάποια σχολικά εγχειρίδια, το βιβλίο για την Ιστορία της Κύπρου που προανάφερα, που
    διδάσκεται στην Γ’ Λυκείου. Εγώ σε αυτό το βιβλίο έχω γράψει το κεφάλαιο για τα γεγονότα
    του ’74 και το τι προηγήθηκε.

    Πόσο δύσκολο είναι να γράφει κανείς την Ιστορία της Κύπρου για μαθητές;
    Ο Χριστοφίδης με είχε πάρει για να γράψω ολόκληρο το βιβλίο, αλλά δέχθηκα πόλεμο.
    Μάλιστα, μια φυλλάδα έγραφε: “Βάλανε τους κομμουνιστές να γράψουν την ιστορία της
    Κύπρου!” Έτσι, τελικά δεν το έγραψα ολόκληρο, παρά μόνο ένα κεφάλαιο, αν και υπήρχαν
    επιθεωρητές που το έλεγχαν. Τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν ο Γιώργος Βασιλείου.
    Σίγουρα δεν είναι εύκολο, γιατί είναι απαραίτητη προϋπόθεση να είσαι αντικειμενικός, σωστός
    και τεκμηριωμένος, όταν πρόκειται για την ιστορία του τόπου μας.

    Κάνατε και μεταπτυχιακό και διδακτορικό στη συνέχεια, σωστά;
    Ναι, ενώ εργαζόμουν έκανα μεταπτυχιακό (M.Ed) στην εκπαίδευση σε ένα αμερικάνικο
    πανεπιστήμιο και μετά διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με αντικείμενο την παιδική
    λογοτεχνία.

    Να πούμε ποια βιβλία έχετε γράψει μέχρι σήμερα;
    Είναι πολλά,γύρω στις 30 εκδόσεις (ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα, μελετήματα, ιστορικές
    μελέτες, δοκίμια και άλλα) ενώ έχω επιμεληθεί και σημαντικά έργα, όπως οι «Ποιητάρικες
    Φυλλάδες» του Ανδρέα Μαππούρα (987 σελίδες, Έκδοση Ιδρύματος «Ανδρέας Μαππούρας¨,
    Λάρνακα 2015), τα Ποιητικά Άπαντα του Στέφανου Ζυμπουλάκη («Θα ξανάρθω
    Φαμακούστα», Έκδοση Ιδρύματος Χριστίνα Αποστόλου, Λ/κα 2021) και πολλά βιβλία λαϊκών
    ποιητών, παιδικής λογοτεχνίας και άλλα.
    Ενδεικτικά αναφέρω μερικά από τα έργα μου:
    “Μιλήματα και Αντιμιλήματα” (ποίηση, 1993/2020)
    «Μορφές της Κυπριακής Παιδικής Λογοτεχνίας” (1996)
    «Η Μελίνα της Κερύνειας” (Διηγήματα, Κ. Επιφανίου 2002/2003)
    “Η Κύπρος στους δρόμους της ιστορίας-Η γέννηση της Κυπριακής Δημοκρταίας” (ιστορική
    μελέτη, 2002/2003/20007)
    “ “Νεότερες εξελίξεις στη λογοτεχνία της Κύπρου για παιδιά και νέους” (Πάργα, 2003)
    “Πρόσωπα και θέματα της κυπριακής παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας” (Πάργα 2003)
    «Γράμμα από τον Ουρανό”-Διηγήματα (Πάργα, 2006)
    «Το παιδαγωγικό στοιχείο στο σύγχρονο κυπριακό διήγημα για παιδιά και νέους (1974-2004),
    Διδακτορική διατριβή» (Έκδοση Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, Λευκωσία 2009)
    «Εκπαίδευση για τον 21 ο αιώνα –για μια παιδεία του ενεργού πολίτη, σύγχρονη και
    ανθρωπιστική» (δοκίμια, Πάργα, Λευκωσία 2013)
    «Η πνευματική δημιουργία στη Λάρνακα – λόγιοι, συγγραφείς, λογοτέχνες, μελετητές-100
    Λογοτέχνες της Λάρνακας (τόμος 1 ος ), Λάρνακα 2018 (συλλογική έκδοση, με Γιώργο
    Κιτρομηλίδη και Γλαύκο Γεωργιάδη)
    “Της Μοιρασμένης Πατρίδας” – Λογοτεχνική Περιδιάβαση Μέσα Από Το Έργο Ελληνοκύπριων
    Και Τουρκοκύριων Λογοτεχνών (Ηλίας Επιφανίου 2021)
    “ Περί Πανδημίας και Άλλων …Δεινών, Στοχαστικές Αναζητήσεις” (Αρχύτας, Αθήνα 2021)
    ““Ο ήρωας δάσκαλος Νίκος Νικολάου” (Έκδοση ΣΑΠΑΚ, 2024)
    “Δεν ξεχνώ την Κύπρο” (Ανθολογία με πεζά και ποιήματα για παιδιά και έφηβους),
    Ελληνοεκδοτική Αθηνών 2024 (με Τασούλα Τσιλιμένη)
    «Στοχαστική Συνοδοιπορία Με Τον Κώστα Μόντη Των Στιγμών Και Άλλα Δοκίμια”(Ηλίας
    Επιφανίου, 2025)



    “Οι δύο φωνές”, είναι ένα βιβλίο σας, μυθιστορηματικής μαρτυρίας, που παρουσιάστηκε πρόσφατα. Να πούμε δυο λόγια γι’ αυτό;
    Ναι, είναι ένα βιβλίο για την ανορεξία… Βιώσαμε κι εμείς ως οικογένεια από το 1998-1999 την
    ανορεξία της κόρης μας· ήταν μια εποχή που κανείς δεν ήξερε γι’ αυτή τη διατροφική
    διαταραχή και ταλαιπωρηθήκαμε αφάνταστα. Καταλήξαμε στο Μακάρειο Νοσοκομείο, όπου το
    μωρό έμεινε εκεί 2 μήνες, και εγώ θεωρώ πως ήταν κόλαση η ζωή της, αλλά και για όλους
    μας. Τότε είχα πολλές σημειώσεις, ημερολόγιο, οπότε έγραψα την εμπειρία μας, εκδόθηκε το
    βιβλίο και έχω δώσει όλα τα δικαιώματα από τις πωλήσεις στο Ίδρυμα Διατροφικών
    Διαταραχών «ΜΑΖΙ» και στον Παγκύπριον Σύνδεσμο Στήριξης Ατόμων με Διατροφικές
    Διαταραχές, τον οποίο ιδρύσαμε το 2003 μια ομάδα γονιών που αναγκαστήκαμε να
    καταφύγουμε στο εξωτερικό για να θεραπευτούν τα παιδιά μας που έπασχαν από
    Διατροφικές Διαταραχές. Με τον Σύνδεσμο βγήκαμε μπροστά, σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα,
    στη Βουλή κι αργότερα σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας, για να διαφωτίσαμε και να
    ευαισθητοποιήσουμε τους γονείς, τα παιδιά, τους εκπαιδευτικούς, τους νοσηλευτές, τους
    γιατρούς και την κοινωνία γενικότερα για το θέμα των Διατροφικών Διαταραχών. Σήμερα, 26
    χρόνια από τη δική μας περιπέτεια, εκδίδεται πολύ σύντομα το βιβλίο «Οι Δύο Φωνές», που
    άρχισα να το γράφω τον καιρό της πανδημίας και χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να
    ολοκληρωθεί. Κι αναμένουμε σύντομα την έκδοσή του, με την ευχή και την ελπίδα να
    αποτελέσει αφορμή για να αναδειχθεί ξανά το θέμα των Διατροφικών Διαταραχών, συζητηθεί
    ξανά σε βάθος το θέμα των ΔΔ, , που και σήμερα, δυστυχώς, ταλανίζει μεγάλο αριθμό
    εφήβων αλλά και ενήλικων ατόμων και τις οικογένειές τους.

    Η κόρη σας έγινε καλά…
    Βεβαίως, έγινε καλά, επιστρέψαμε στην Κύπρο, συνέχισε το σχολείο της, τελείωσε την
    Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας, πέρασε τα GCE που χρειαζόνταν και σπούδασε γιατρός
    στην Αγγλία, όπως ήταν το όνειρό της. Και άλλα παιδιά που νοσηλεύτηκαν στο εξωτερικό ή
    και στην Κύπρο αποθεραπεύτηκαν, σπούδασαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες και
    συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους. Γι αυτό το μήνυμά μας για το θέμα των ΔΔ είναι αισιόδοξο.
    Αν γίνει σωστή και έγκαιρη θεραπεία, τα παιδιά επανέρχονται και επιστρέφουν σε μια
    φυσιολογική δίαιτα και ζωή.

    Ποια από όλες τις εκδόσεις σας ήταν ιδιαίτερη για εσάς;
    Τα βιβλία μας είναι σαν τα παιδιά μας.Τα αγαπάμε όλα με τον ίδιο τρόπο. Ας αναφερθούμε
    όμως στο βιβλίο “Η Κύπρος στους δρόμους της Ιστορίας (1945 – 1960)-η γέννηση της
    Κυπριακής Δημοκρατίας”, που είναι μια σύγχρονη προσέγγιση της Ιστορίας μέσα από την
    πολυφωνία των πηγών, γιατί πιστεύω πως είναι σημαντικό να γνωρίζουμε καλά την Ιστορία
    μας, για να μην κάνουμε τα ίδια λάθη, να μην ξαναζήσουμε τα ίδια γεγονότα, καινούργια δεινά
    (ίσως και χειρότερα από όσοα βιώσαμε) και νέες περιπέτειες.
    Επίσης, ένα βιβλίο που θεωρώ σημαντική συμβολή στην ανάδειξη και διατήρηση της λαϊκής
    κυπριακής ποίησης-που είναι γραμμένη στην κυπριακή διάλεκτο, είναι το βιβλίο με Οι
    ποιητάρικες φυλλάδες-122 εκδομενες και ανάκδοτες, του αείμνηστου λαϊκού μας ποιητή
    Ανδρέα Μαππούρα. Οι φυλλάδες του, τις οποίες βρήκα μέσα από πολύχρονη έρευνα,
    συγκεντρώθηκαν σε έναν εμβληματικό τόμο 1000 περίπου σελίδων. Να αναφέρω βέβαια πως
    δημιουργήσαμε στην Αραδίππου το Ίδρυμα «Αντρέας Μαππούρας», στο οποίο είμαι
    Πρόεδρος, και μέσα από το Ίδρυμα εκδώσαμε το βιβλίο, ενώ διοργανώνουμε κάθε χρόνο
    διάφορες εκδηλώσεις στη μνήμη του..

    Για εσάς τι σημαίνει καλός ποιητής;
    Τι σημαίνει; Για μένα η ποίηση πρέπει να είναι απλή, κατανοητή, αλλά και υπαινιχτική και
    εικονπλαστική, να στέλνει με έμμεσο τρόπο και τα δικά της μηνύματά, χωρίς μεγάλα λόγια
    και βαρύγδουπες μεγαλοστομίες. Δείτε, για παράδειγμα, τον Καβάφη· με απλές λέξεις γεννά
    εικόνες, στέλνει μηνύματα…και θεωρείται παγκοσμίως ένας από τους καλύτερους ποιητές
    του 20 ου αιώνα.

    Θέλω πριν κλείσουμε να μου πείτε αν είστε ενημερωμένος για τα όσα γίνονται σε
    Αραδίππου – Λάρνακα και τι είναι αυτό που λείπει σήμερα, κατά τη γνώμη σας;

    Κατ’ αρχήν, οφείλω να ομολογήως πως ανήκα σε αυτούς που πίστευαν πως Λάρνακα και
    Αραδίππου έπρεπε να ήταν ένας Δήμος, μαζί με τα Λειβάδια και την Ορόκλινη. Όπως και να
    έχει όμως, έχω υπηρετήσει την κοινότητά μου, την Αραδίππου, ως δημοτικός σύμβουλος από
    το 2011 ως το 2016. Ήμουν γραμματέας της επιτροπής πολιτισμού του Δήμου για 16 χρόνια,
    κάναμε περιοδικό, βγάλαμε 35 τεύχη μέχρι το 2020 που το εκδίδαμε, είχαμε εφημερίδα του
    Δήμου·και πολιτιστική ζωή, στην οποία συνεχίζω ως σήμερα να εμπλέκομαι και να συμβάλλω.
    Παρ’ όλα αυτά, πιο συνδεδεμένος ήμουν με τη Λάρνακα από νεαρή ηλικία, με την Μπουάτ,
    το Δημητρίειο, τις πάμπολλες και σημαντικές εκδηλώσεις που διοργανώναμε· συνδέθηκα με
    τον κόσμο της Λάρνακας, με το Πολιτιστικό Τμήμα του Δήμου – παλιά με τον μ. Γιώργο
    Ιακώβου, τώρα με τον Άκη Ιωάννου και με τους εκάστοτε δημάρχους και συμμετείχα σε
    πολλές επιτροπές (εκδόσεων, Κατακλυσμού κ.λπ.), ενώ έχω επιμεληθεί πολλές εκδηλώσεις
    και εκδόσεις του Δήμου.
    Σήμερα, όπως έχουν τα πράγματα, η σχέση μου είναι μεγάλη και με τη γενέτειρά μου
    Αραδίππου και με τη Λάρνακα.
    Πολύ καλή η ερώτησή σου για το τι λείπει… Λείπει η συνεργασία, η συμπόρευση, ιδίως σε
    θέματα ανάπτυξης και πολιτισμού. Θέληση, από ό,τι γνωρίζω υπάρχει, οπότε αναμένουμε να
    δούμε να γίνονται περισσότερες δράσεις και συνέργειες ανάμεσα στους δύο δήμους,
    Λάρνακας και Αραδίππου.

    Λοιπόν, επειδή μαζί σας μπορεί να μιλά κανείς με τις ώρες και να μη τελειώνουν τα σημαντικά που έχετε να πείτε, να κλείσουμε με μια ερώτηση απλή και δύσκολη: αν αύριο γράφατε την αυτοβιογραφία σας, τι τίτλο θα είχε το βιβλίο της ζωής σας;
    Η αλήθεια είναι πως βιογραφικά στοιχεία υπάρχουν σε βιβλία μου· σκέφτομαι όμως να γράψω
    την αυτοβιογραφία μου, ήδη κάτι ξεκίνησα… Αλλά για τίτλο είναι δύσκολο να σκεφτώ τώρα,
    ήταν πάντως «μια ζωή σαν παραμύθι».

    Τελειώνω με μια άλλη ερώτηση τότε: ποιος καθορίζει τη διαδρομή μας, το πεπρωμένο
    ή οι πράξεις μας;

    Ο Θεός μάς έδωσε την ελεύθερη βούληση, αλλά εμείς με τις πράξεις μας καθορίζουμε τη
    μοίρα μας.
    Με ρώτησες προηγουμένως ποιοι συγγραφείς με επηρέασαν στην εφηβεία και θα ήθελα να
    προσθέσω ακόμα κάτι για τον μεγάλο ψυχολόγο Καρλ Γιουνγκ, ο οποίος είχε πει: “Forget the
    self that pretends to be somebody. In becoming nobody, you begin to live” (“Ξέχνα τον εαυτό
    σου που νομίζει πως είναι κάποιος. Όταν γίνεις ο κανένας (ένα τίποτε) αρχίζεις να ζεις”. Είναι
    αυτό που λέει ο Χριστός: ταπεινότητα, αγάπη, καλοσύνη, πίστη, ελπίδα αλλά και συγχώρεση.
    Επίσης, ο Γιουνγκ έχει πει και το άλλο σπουδαίο: ότι η ζωή, για να αξίζει, πρέπει να είναι μια
    ζωή προσφοράς στην κοινωνία και στον συνάνθρωπο. Η μοίρα μας είναι στα χέρια μας
    λοιπόν και το πεπρωμένο μας. Όπως στρώνουμε θα κοιμηθούμε, χωρίς φυσικά να
    παραγνωρίζονται και οι εξωτερικοί παράγοντες, η κοινωνία και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
    Και τελειώνω με τούτο:
    Έχοντας αφυπηρετήσει το 2009, σε ηλικία 60 ετών και όντας υγιής, με απασχολούσε το τι θα
    έκανα. Τι θα έκανα; Θα σταματούσα την προσφορά στα κοινά; Με την προσφορά ζει κανείς
    καλύτερα, γεμίζει τη ζωή του και την ψυχή του με όμορφα συναισθήματα· όσα περισσότερα
    δίνεις και δημιουργείς, τόσο καλύτερα ζεις. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι ενεργός
    πολίτης, να έχει άποψη, να ενδιαφέρεται για τα κοινά, για τον διπλανό, για την ιστορία του
    τόπου μας, για την πολιτική και για την καθημερινότητα. Δεν έχουμε δικαίωμα, ιδιαίτερα εμείς
    οι πνευματικοί δημιουργοί να παραμένουμε απαθείς, να μην τοποθετούμαστε και να μην
    έχουμε άποψη για όσα γύρω μας τεκταίνονται.
    Ήμουν, είμαι και θα είμαι όσο ζω και υπάρχω, αγαπητή μου Γιώτα, πολιτικοποιημένο άτομο
    και με ανησυχεί που βλέπω και συναντώ νέους ανθρώπους αλλά και μεγαλύτερους, που δεν
    γνωρίζουν την Ιστορία του τόπου μας (γιατί φτάσαμε στο 1974 και γιατί έχουμε εδώ και 51
    τουρκική κατοχή) ή να μην ενδιαφέρονται για ό,τι γίνεται δίπλα μας, στη γειτονική Γάζα
    π.χ., όπου συντελείται εδώ και 18 μήνες μια εγκληματική γενοκτονία (με τρόπο που ποτέ δεν
    ξανάγινε), υπό τα απαθή βλέμματα μιας ανήμπορης Ευρώπης και ενός αναλγητου κόσμου.
    Έχω γράψει πολλές φορές για τα παιδιά. Και με πληγώνει και με πονά αυτό που γίνεται στη
    Γάζα και όπου αλλού κυριαρχεί η πολεμική παράνοια. Τα παιδιά όλου του κόσμου πρέπει να
    μπορούν να ζουν σαν παιδιά, με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται. Εχουν το δικαίωμα να
    ζουν, να φοιτούν σε σχολείο, και όχι μόνο να μπορούν να ονειρεύονται αλλά και να μπορούν
    να πραγματώνουν τα όνειρά τους. Κι αυτό οφείλει ο σύγχρονος κόσμος να το διασφαλίσει και
    να το κατοχυρώσει για όλα τα παιδιά του πλανήτη μας, χωρίς καμιά διάκριση. Αλλιώς,
    γινόμαστε ζούγκλα και ουδείς γνωρίζει τι τέξεται η επιούσα (τι θε φέρει η επόμενη μέρα).

    A Life Dedicated to Education and Culture: Interview with the Award-Winning Kostas Katsonis

    He was born in Aradippou and was among the first students to walk through the doors of the newly opened six-grade Gymnasium of Agios Georgios. As a child, he saw British soldiers invade his home and arrest his father. He grew up in a poor family with six children, but through persistence and determination, he managed to pursue his education, earning two degrees—as a teacher and as a philologist. His pursuit did not stop there: he continued with a master’s and a doctorate, dedicating his life and career to education. At the same time, he always supported culture through various roles and actively engaged in public affairs both in the Municipality of Aradippou and in the Municipality of Larnaca. Perhaps deep inside he had absorbed, since his youth, Jung’s wisdom: life must be dedicated to giving. He wrote numerous books—historical works, poetry, studies, essays, novels. The award-winning Kostas Katsonis has much to say—more than what a single interview can contain. Still, we tried to capture as much as possible. One morning he welcomed me into his home, with its beautiful garden, where he lives with his wife Anastasia, in the heart of Aradippou. We spoke about many things—we flipped through pages of the past and through Mr. Katsonis’s stories, an earlier Larnaca emerged; one with bouats (intimate cultural cafés), the Dimitrieio Cultural Center, and circles of friends who made history, as Savvopoulos would say.
    Below follows the truly lovely interview with Mr. Kostas Katsonis.

    By Yiota Dimitriou

    I’d like to begin with the early years of your life…
    I was born in Aradippou in 1949—I don’t hide my age. It was just after World War II and the Greek Civil War. I started primary school in 1955, when the EOKA struggle had begun—I remember those times… I recall some demonstrations taking place inside the school. I remember that when we raised the Greek flag at school, the British shut us down. Some militant students would put the Greek flag up at school at night, and the British would close it in the morning… As a child, I saw this. I was happy when the school got shut… (smiles)

    These are memories that remain indelible…
    Absolutely!

    How many siblings did you have?
    We were six children. My father was a laborer; he did many jobs. We experienced much poverty and hardship. My mother didn’t work…

    What do you remember most strongly from the 1955 struggle?
    The day the British came to our house: December 14, 1955. My father was a member of AKEL; he was among the 135 Left-wing activists whom the British had arrested preemptively and imprisoned in the Central Prisons. All the children (there were four of us then) lived in a big room—the “tsambra,” as we called it. That night, British soldiers suddenly came in to arrest our father. In my child’s mind, I saw them as fairy-tale giants, dragons who had come to take away our father’s protection… I remember we cried, my mother too, we shouted for our father… But they took him and left… It was a traumatic experience. Afterward, we would visit the prison whenever we were allowed… I was six years old then, accompanying my mother; my sister, a year older, stayed home to care for the younger ones.

    And all of that happened not because he was a criminal but because of his political beliefs?
    Exactly. And we were a family of four children at that time—how would my mother manage without my father working? Fortunately, he was only imprisoned for three months because his employer, Mr. Daniil, who had a large shop in the Ayios Lazaros area, intervened. He helped us while my father was in prison. We were close to him—his wife even became godmother to one of my siblings.

    Did you attend primary school in Aradippou?
    Yes, I did, and I graduated with highest marks. But continuing to secondary school required payment. My sister had gone to gymnasium because, although we were poor, our parents wanted us to continue our studies. They placed great value on education, which they hadn’t had. This was the era of the Soviet Union, the leader of Socialism. And my father, as a Left-Wing activist in Aradippou, believed in socialist ideals and education. Though he himself had completed only to the fifth grade of primary school, he wanted his children to study. He read newspapers, magazines—anything he could get daily. He had a different kind of education…

    There are some people who may not have finished primary school but were truly educated, like Michalis Poumpouris, who wrote brilliant books…
    Yes, he was of my father’s generation—I agree. These people were molded in the crucible of life and social struggles for a better and fairer society. They had social and political awareness. My father wanted us to study because we were all good students. I was an excellent student at the six-grade Gymnasium of Agios Georgios and didn’t have to pay the “internal fund,” which was five pounds—a hefty sum at the time. We were among the first students in the first grade when the Gymnasium began functioning in 1961. It was built as a branch of the Pancyprian Lyceum and was a real gem for Larnaca. We were proud to study there. I was always active in public life: class president, top student—many memories… (smiles)

    What do you cherish most from those years?
    I cherish having very good classmates who remain friends to this day. Among them were the late poet Lefkios Zafeiriou and others who became lawyers, doctors, and so forth—like the late Xenophon Kyriakidis, Marios Loukas, Yiannis Savvidis, Vakis (Barnabas) Ntsiouvas, Polyvios, Nikolis, the late Kokos Karayiorgis, among others. We had beautiful school years, full of love, and no cell phones, tablets, or computers. They were years of innocence. It was another Cyprus—the Cyprus of the past—an era gone forever. Very strict teachers—mostly from mainland Greece. We wore uniforms, caps, insignia. We rode our bicycles to school (from Aradippou). There weren’t many cars; only when the weather prevented it did we take the bus. We had excellent teachers, many from Greece. I remember Pavlos Simelidis—a superb philologist—Vrettaros, a physics teacher, Tsianthi, a philologist, Kavvadias, a mathematics teacher, and others. Mr. Larnacian philologist Kostas Papamichail, newly appointed, taught us in what is now the equivalent of the first year of Lyceum, as did Symeonidis, Solomou, Pieris, Paridis, Strongolos, Fantis, and others. In the third grade of Gymnasium, we had to choose between the Classics, Practical or Economics track. Though I was an excellent student, I chose Economics—remember, there were six of us—to find some kind of job after graduation to help support the family. I learned accounting and all sorts of economic and commercial subjects. And as graduation approached, my desire for university studies in Economics grew stronger.

    You’re reminding me of something important: in our last three years of school, the Greek philologist Ioannis Anagnostopoulos was our director—a brilliant teacher and educator. We’re talking about 1964–[sic].
    Yes, he was the man who discussed everything with us; we had a “walking school” under the pine trees when the weather was good; we’d analyze Homer, literature, and current affairs. He’d also scheduled gatherings during school hours for cultural events—each class prepared a celebration (e.g. Tree Day, national anniversaries). In our sixth grade, among the students famous for natural humor and mimicry were Kallergis, Haris Pavlakis, Giotis Antoniadis, and later well-known composer Doros Georgiadis. They put on hilarious satirical performances, imitating politicians, etc., and we also had musical shows. Once a week, the whole school (500 students) assembled in the theater to listen to classical music, under the guidance of our music teacher Christodoulos Achilleoudis. I remember being deeply moved by Bizet’s Carmen and other classical pieces even then.

    What a quality education—that doesn’t exist today!
    Exactly! I still remember Carmen; it moved me then and does so still. Imagine what would happen today if a school did something similar!

    Do you today still meet with your alumni?
    We had arranged to meet every five years. We held several reunions later on, which included our female classmates from the Pancyprian Lyceum—we always stayed in touch and saw each other at parades and other events. A few years ago, in 2017, we celebrated our 50th anniversary with a party at the Makenzie Estate, which was very successful. Then came the pandemic, followed by initial losses, and we gradually lost contact.

    When did you finish Lyceum?
    I enrolled at the Athens School of Economics (ASOE), but I never actually went…

    When was that?
    In 1967, when I was a soldier. I remember our professors helped with the application through the Greek embassy. There were no entrance or Pancyprian exams then; students only served 14 months instead of two years. But when the time came, my father was adamant: “With what money will you study?” he asked. I replied I would work and study, like many others—but in the end, I didn’t dare do it. Since we earlier spoke about political beliefs: I had been conscripted in the Larnaca Reserve Center and then sent to Paphos for service—because I was the son of an AKEL supporter. I was assigned to anti-tank duties. I remember a grueling initiation when we arrived, but I eventually had a good time and made friends. Then I was sent to the Kyrenia district, to Myrtou, in the 281 Infantry Battalion. There I met a progressive captain, Petasis, who respected me and saw my abilities—he placed me in the Unit’s Operations Office. I had a good experience—no mistreatment—but I didn’t want to endure a second winter in the army. I remember one day the captain asked me what complaints the authorities in Aradippou had against my father (accusing him of being a Communist activist). I answered, “I’ve just finished school—what have I to do with those things?” He fortunately dismissed the accusations and allowed me to complete the rest of my service there.

    As a student, did you get involved with the party?
    Not particularly… I had my studies, and that was my priority.

    Perhaps also because of the traumatic experience you had as a child, when your father was arrested before your very eyes?
    I don’t know… The truth is that I had my views, but I wasn’t particularly active. I used to go to ERMIS here in Aradippou—Andreas Trattos was there at the time (later the first Mayor of Aradippou), and there were the cultural associations of AKEL. These were organized groups—it wasn’t just about football. I liked it; I went to the football matches, but yes, I wasn’t deeply involved. I also attended the artistic and cultural events of Ermis and the People’s Organizations, which were of high quality (especially the theatre performances), and I really enjoyed them. But, to return to the matter of my military service, the truth is that as much as I was enjoying the army, I didn’t want to do a second winter. So the only solution was to study. That’s how I decided—it was the only way: to take the entrance exams for the Cyprus Pedagogical Academy (CPA), to become a teacher. At the time, the entrance exams took place during the summer. I got a 10-day leave from the army, studied, took the exams along with 850 other candidates, and I passed. They accepted 85, and I was, as I later learned, 33rd. Back then there were both oral and written exams. I was lucky because at that time Michalakis Maratheftis, an enlightened teacher, had become the Director of the Academy, and he abolished all forms of interference in the admissions process. I mentioned this recently, too, when I was honored with an award given in his memory. Michalakis Maratheftis is the man who established the integrity of entrance examinations for the Academy and universities in Cyprus. Since then, integrity has prevailed — I was in the Ministry and I know it very well.

    So you were admitted on merit, along with 84 other excellent students… You confirm, of course, the saying that when people make plans, God laughs. You had plans for the Athens University of Economics and Business (ASOEE); with one “no” from your father, you ended up at the Pedagogical Academy in Cyprus.
    Exactly. And I don’t regret it — I had a great time at CPA. At the time, becoming a teacher was a big deal — there was immediate prospect of employment. Those were different times. The good thing back then was that as many students were admitted as were needed for employment in three years. So we graduated in June and were appointed in September. It’s also worth mentioning that during my three years of studies at CPA, I was involved in the student movement and became president of the Student Community in my third year. I also represented Cyprus, along with four other student organization leaders, at the 1st UN World Youth and Student Assembly, which took place in New York from July 5–20, 1970, with the participation of 800 students from 113 countries. We held sessions at the United Nations headquarters. I was 20 years old! It was a dream trip, with all expenses covered by the U.S. And when I returned to Cyprus, I translated the Assembly’s conclusions from English into Greek and published them in the newspaper Phileleftheros in three installments.

    And after that?
    I worked as a primary school teacher for 17 years, mostly in the city and district of Larnaca. Meanwhile, after the tragedy of 1974, I enrolled at the University of Athens because I wanted to continue my studies. I felt the need to do something more. Although I wanted to enroll in Law, a friend registered me in the Faculty of Philosophy, believing that it suited me better. So I began my distance studies in Philosophy — I was in Cyprus and traveled to Athens for the exams. And in 1978, after four years, I completed my studies and received a degree in Greek Philology from the National and Kapodistrian University of Athens, with honors. Other teachers followed too — colleagues who pursued the same studies.

    Why?
    The truth is, apart from the need for learning, it was also the fact that teachers were not paid very well at the time. But for me, it was mainly the desire to learn, to earn a university degree. Of course, it took another ten years before I was appointed as a philologist.

    But your studies in Athens played a role not only professionally, but also personally, since that’s where you met your wife…
    Yes, exactly. That’s where I met my wife, Anastasia, who was also a philologist and a refugee from Lapithos. We tied our lives together in 1978 with an engagement and got married in 1980.

    Where were you appointed as a philologist?
    The first two years (1988–1990) I was at the Dianellios Technical School of Larnaca… unforgettable life experiences. At the time, the Minister of Education was the late Christoforos Christofides, who was familiar with my work — he knew I was writing books, that I worked as a teacher and was also involved with the Curriculum Development Service. We had worked on 6–8 school textbooks (I was seconded — half at the Ministry, half in primary schools). He suggested I transfer to the Curriculum Development Department of the Ministry of Education to co-author the History of Cyprus textbook. I’m referring to the 1990–1992 period, just as I was leaving Dianellios.
    And so I went, stayed there for two years, and participated in the team that wrote the history book for the third year of Lyceum, which is still taught today (History of Cyprus: Medieval to Modern).

    Of course, another important chapter in your life is the period from 1978 to 1983, when you were coordinator of the events at the Dimitreio Cultural Center of Larnaca (DCCL), for which you’ve also written a book…
    Yes. In Larnaca, an old mansion of the Dimitriou family had started operating as a Cultural Center from 1973 (later known as the Dimitriou Arcade). The late Nikos Dimitriou, who had a true love for culture, offered his family’s old mansion, and thus the Dimitreio was established in cooperation with the Cultural Services of the Ministry of Education (then called the Educational Services). Before I went there as Coordinator of the DCCL, the late Savvas Challoumas held the position. I remember, I got a call from Andreas Ioannides, a former inspector — I had already completed my Philology degree — and he asked me if I was interested in transferring to the Dimitreio Cultural Center: half at school, half at the Center, and I accepted. I stayed there for five years…

    from 1978 to 1983, and it was one of the most beautiful and creative periods of my life. We organized dozens of events—book presentations, lectures, poetry evenings, theatrical performances, art exhibitions, concerts. We brought to Larnaca some of the greatest names of Cypriot and Greek intellectual and artistic life of the time. The people of Larnaca had the opportunity to attend high-level cultural events for free, in a very welcoming space, at a time when cultural life in the provinces was still quite limited.
    Many of those events were organized in collaboration with the Ministry of Education, with the embassies of Greece and other countries, and with important institutions such as the Cyprus Theatre Organisation (THOC), the University of Cyprus, and the Cyprus Broadcasting Corporation. We also hosted photographic exhibitions, film screenings, and educational workshops for children and young people.
    The Dimitreio Cultural Centre became a cultural beacon in Larnaca and contributed significantly to the development of the city’s intellectual and artistic life. Years later, I felt the need to record all of this in a book, both to preserve the memory and to pay tribute to the people who supported and participated in this effort—first and foremost the late Nikos Dimitriou, who made this vision possible. The book I wrote is titled “Dimitreio Cultural Centre of Larnaca 1973–1983: A Chronicle” and it is a heartfelt testimony to a time when culture in Cyprus was blossoming through voluntary work, vision, and true love for the arts.

    How was your experience at the Dimitreio Cultural Centre?
    It was five years that shaped me and “inoculated” me culturally! It influenced me immensely—I met all the cultural figures of Larnaca and beyond, but also significant literary personalities from Greece, who were invited to Cyprus for lectures by the Cultural Service and came to Larnaca, such as Ioannis Kakridis, Konstantinos Trypanis, Manolis Glezos, Antonis Samarakis, Zorz Sarri, and others.

    Do the people we meet influence or determine the course of our lives?
    Absolutely! I was deeply influenced by those people. I was young, around 29–30 years old, and it was a great joy for me to meet and collaborate with important intellectual creators from Cyprus and Greece. I’ll never forget, for example, my collaboration with the late Phoivos Stavridis, thanks to whose initiative we published the literary magazine “O Kyklos” (a bimonthly edition of art and thought), which circulated in Larnaca from 1980 to 1986. I was a member of the intellectual group along with Stefanos Zympoulakis, Louis Perentos, Trifonas Papachristoforou, and Christoforos Papachrysostomou, with Phoivos as the leading figure. He owned a pharmacy in Akropoli, which became a meeting place for Larnaca’s intellectuals.

    Was the intellectual community of that time united? Because nowadays I see people—supposedly intellectuals—clashing with each other, while one would expect them to rise above such pettiness…
    Back then, we were united—our boîtes, our wine, the constant exchange of ideas, discussions, events… What can I say! I remember Boîte Trochos in Larnaca, which we had established before 1974. We were a lively group, meeting weekly, organizing events, and enjoying ourselves. Phoivos Stavridis, Louis Perentos, Kikis Kyparis, Savvas Halloumas, Gloria Marathefti, Vasos Constantinou, and many others used to frequent the boîte and later Dimitrieio. We had nothing to fight over—those were truly wonderful times.

    Who were the board members of the Dimitrieio Center?
    High school principals and intellectuals of Larnaca. I remember: Kostas Papamichael, Chrysso Kallidou, Louis Perentos, Theodosis Nikolaou, Yiannis Katsouris (representing the Ministry), Toula Charalambous, Christoforos Papachrysostomou, and others. Initially, Nikos Dimitriou was represented by Loukis Loukaidis and later (on behalf of the family) by Nadina Dimitriou and Alexandra Galanou.

    Great personalities. What do you remember about Theodosis Nikolaou?
    After events at Dimitrieio, we usually went out for dinner with the guest speaker—if it was a literary event, Phoivos Stavridis, Louis Perentos, Katsouris, our great poet Pantelis Michanikos, and others joined us. Theodosis Nikolaou was a deeply philosophical and enlightened teacher and educator. I remember how he always wanted his drink (brandy) bottle to remain sealed—except when pouring—so that it wouldn’t lose its aroma. I recall our beautiful conversations, his calmness, his reflective nature, and his measured words.
    Once, as we were leaving Dimitrieio, a colleague who had been transferred to Paralimni was complaining about the long distance. Theodosis turned to him with a reassuring look and said with encouragement:
    “Look, Christoforos, work is a form of prayer. Wake up in the morning, make the sign of the cross, and say, ‘Thank God, I’m going to work!’”
    I remember that moment so vividly—how calmly he said it. I remember his progressive views on education and how he inspired both children and adults.
    To return to what you mentioned about “clashes,” we, the people of culture, cannot afford to be in conflict. We are all volunteers serving culture. What do we have to divide?

    A person who truly carries culture within cannot stoop to pettiness and confrontations. After all, we have examples of great poets who praised each other’s work. Kostis Palamas, for instance, wrote about Ritsos in Elefthero Vima on June 26, 1938: “In a tragic shiver smiles the rhythm of creation; we step aside, poet, for you to pass.”
    Exactly! Imagine if we didn’t accept each other, especially if we didn’t support young creators—while also recognizing and honoring the value of our elders, as we did at Dimitrieio and continue to do today, for the past 20 years at the House of Letters and Arts, always in collaboration with the Municipality of Larnaca.

    As a young man, did you read books?
    Ah, that’s another big chapter! (laughs) Of course I did—lots of books! It was our only refuge and entertainment! At home, when I was a child, we didn’t have many books—we were a poor family—but every morning, the newspaper Haravgi would arrive at our house, and later my father also bought Phileleftheros. I was always the first to read the paper in the morning, quickly before school.
    In the afternoons and during summers—when I was about 10–12 years old—I helped at the store where my father worked (the Aradippou Cooperative Grocery), and whatever printed material I came across, I would read.
    But my greatest joy was when I started high school at Agios Georgios. There was a library full of books! Every classroom had a cabinet built into the wall like a mini library, and each class council—made up of five students—included a librarian. Every week or every two weeks, the librarian would go to the library and bring back books. We borrowed them, read them, and then he’d bring more.
    I’ve said and written this many times: By the time we finished high school, aside from our schoolbooks, we had literally devoured all of Kazantzakis, Myrivilis, Lountemis, Venezis, Xenopoulos, Tsirkas, and many other Greek and foreign authors. This, of course, greatly helped our language skills and knowledge. I saw it later as a teacher as well: literature helps you with language, with writing, with speaking—but also with shaping your worldview in so many ways!
    Back then, for example, we didn’t do classroom prep before writing an essay like they do today. The teacher would come in, write the topic on the board, and we…we would write comfortably, without any help, relying only on what we had read and absorbed, unfolding our thoughts and emotions on paper. There was no internet, no ready-made answers, no artificial intelligence. The cultivation of the mind and of language came through reading and discussion.
    Reading wasn’t just an educational tool—it was our refuge, our entertainment, and our key to understanding the world. It shaped our way of thinking, enriched our vocabulary, and refined our expression, both written and oral. Literature taught us how to see the world more deeply. That’s why I always say—and I’ve written this many times—we had already thoroughly read Kazantzakis, Myrivilis, Lountemis, Venezis, Xenopoulos, Tsirkas and many others, both Greek and foreign authors, before even finishing high school.
    This, of course, greatly contributed to our linguistic fluency and overall knowledge. I saw this later, too, as a teacher: literature strengthens your command of the language, your ability to write, to speak, and even to form your worldview.
    We, for example, back then didn’t prepare in class to write an essay,
    like they do today. The teacher would come in, write the topic on the board,
    and we would start writing immediately, without wasting any time.
    I remember Semelidis, our literature teacher in the final year of high school,
    who one day came to class and wrote on the board:
    “Τὸ δε ζητούμενον ἁλωτὸν, ἐκφεύγει δὲ τὸ ἀμελούμενον.”
    (This is what Sophocles said: “What we seek we achieve; what escapes us is what we neglect” –
    Coelho later said the same in The Alchemist).
    And with this phrase, we had to write an essay, without any prior preparation.
    But when you read literature, this is easier. I wrote five notebook pages on this topic and was graded 18 out of 20;
    I still have that notebook of my essays.

    Is there a book you read in your adolescence that you consider had a great influence on you?
    Many books, many authors. The Rebel by Albert Camus, for example, and Kazantzakis in general.
    I still remember the book by Ion Dragoumis, Those Alive, where I found a thought that I wrote down in one of my many notebooks and diaries.
    I always used to write my thoughts and reflections in a notebook, like a diary, but also poems and favorite phrases from books.
    I remember this from Dragoumis, which I wrote down and liked a lot and it influenced me:
    “Either a winner or alone, never a sheep in the flock.”
    This phrase as a life attitude – especially that “never a sheep in the flock.”
    Many phrases influenced me, like Tolstoy’s:
    “Be the sun so that they see you.”
    But also what Jung wrote in his book What Life Should Mean to You, summarized in the phrase:
    “Life means contribution to the whole,” and others…**

    Did you face rivalry or jealousy in your life?
    There were. Surely there must have been cases, but okay…

    From 2003 to 2009, you worked alongside the Minister of Education, assisting with his speeches and more.
    Yes, alongside the late Peukios Georgiadis and Akis Kleanthous, who left a strong mark on the Education and Culture of the country. I stayed at the Ministry for six years, and those were full, beautiful, and creative years, rich with life experiences and activity.

    When did you publish your first book?
    In 1992, when I joined the Curriculum Development Department of the Ministry of Education. I was seconded to the Ministry, and it was the book “Come to Know Cyprus” for the children of Cypriot expatriates in England, with color photographs by Zak Ioakovidis. It was widely used for many years in the schools of the diaspora as well as in primary education in Cyprus.

    How many books have you published since then?
    Some school textbooks, including the Cyprus History book I mentioned earlier, which is taught in the last year of high school. I wrote the chapter on the events of ’74 and what preceded them.

    How difficult is it to write the History of Cyprus for students?
    Christofides had asked me to write the entire book, but I faced a lot of opposition. In fact, a leaflet said: “They have put communists to write the history of Cyprus!” So, in the end, I only wrote one chapter, although there were inspectors reviewing the work. At that time, the President of the Republic was George Vassiliou. It’s definitely not easy because it is essential to be objective, accurate, and well-documented when writing the history of our country.

    You also completed a Master’s and a PhD afterward, correct?
    Yes, while working, I did a Master of Education (M.Ed) in Education at an American university and later a PhD at the University of Thessaly, focusing on children’s literature.

    Could you tell us which books you have written up to today?
    There are many—around 30 publications (poetry, short stories, novels, studies, historical research, essays, and others). I have also edited important works such as “Poetarikés Fylládes” by Andreas Mappouras (987 pages, Andreas Mappouras Foundation, Larnaca 2015), the Complete Poems of Stefanos Zympoulakis (“Tha xanártho Famakousta”, Christina Apostolou Foundation, Larnaca 2021), and many books of folk poetry, children’s literature, and more.

    “The Two Voices” is one of your books, a novel of testimony, recently presented. Could you say a few words about it?
    Yes, it is a book about anorexia… Our family experienced anorexia with our daughter in 1998-1999; it was a time when no one knew about this eating disorder, and we suffered immensely. She ended up at Makarios Hospital, where she stayed for two months. I consider that period hellish for her and for all of us. At the time, I kept many notes and a diary, so I wrote down our experience. The book was published, and I donated all the sales rights to the Eating Disorders Foundation “MAZI” and the Pan-Cyprian Support Association for Individuals with Eating Disorders, which we founded in 2003—a group of parents who had to take their children abroad for treatment. With the Association, we came forward on television, radio, Parliament, and later in collaboration with the Ministry of Health, to educate and raise awareness among parents, children, teachers, nurses, doctors, and society in general about Eating Disorders. Today, 26 years after our ordeal, the book “The Two Voices”, which I started writing during the pandemic and took five years to complete, will be published soon. We hope it will once again highlight the issue of Eating Disorders and foster deeper discussion because, unfortunately, the disorder still affects many adolescents, adults, and their families.

    Did your daughter recover?
    Certainly, she recovered. We returned to Cyprus, she continued her schooling, finished the American Academy of Larnaca, passed the necessary GCE exams, and studied medicine in England, as was her dream. Other children who were hospitalized abroad or in Cyprus have also recovered, graduated, started their own families, and continue their lives normally. That is why our message about Eating Disorders is hopeful. With proper and timely treatment, children can recover and return to a normal diet and life.

    Which of your publications was especially significant for you?
    Our books are like our children—we love them all equally. But let me mention the book “Cyprus on the Roads of History (1945–1960) – The Birth of the Cypriot Republic”, which offers a contemporary approach to History through multiple sources. I believe it’s important to know our History well so we don’t repeat the same mistakes or relive the same or worse hardships and new ordeals.
    Also, a significant contribution to highlighting and preserving Cypriot folk poetry—written in the Cypriot dialect—is the book with Poetarikés Fylládes (122 published and unpublished) of the late folk poet Andreas Mappouras. His pamphlets, which I found through many years of research, were gathered into an iconic volume of about 1,000 pages. I should also mention that we created the Andreas Mappouras Foundation in Aradippou, where I serve as President, and through the Foundation, we published the book and organize annual events in his memory.

    What does a good poet mean to you?
    What does it mean? For me, poetry should be simple, understandable, but also suggestive and vivid, sending its own messages indirectly, without big words or grandiose statements. Take, for example, Cavafy; with simple words he creates images, sends messages… and is considered worldwide one of the best poets of the 20th century.

    Before we finish, could you tell me if you are informed about what is happening in Aradippou – Larnaca, and what do you think is missing today?
    First of all, I must confess that I was one of those who believed that Larnaca and Aradippou should be one municipality, together with Livadia and Oroklini. However, I have served my community, Aradippou, as a municipal councilor from 2011 to 2016. I was secretary of the cultural committee of the municipality for 16 years; we published a magazine — 35 issues until 2020 when we stopped publishing it — we had the municipality’s newspaper; and there was a cultural life in which I continue to be involved and contribute to this day.
    Nevertheless, I have been more connected to Larnaca from a young age, with the Bouat, Dimitrieio, and the many important events we organized; I connected with the people of Larnaca, with the Municipality’s Cultural Department — previously with the late Giorgos Iakovou, now with Akis Ioannou and the mayors in office — and I participated in many committees (publications, Kataklysmos Festival, etc.) while organizing many municipal events and publications.
    Today, as things stand, my relationship is strong both with my hometown Aradippou and with Larnaca.
    Your question about what is missing is very good… What is missing is cooperation, collaboration, especially on issues of development and culture. From what I know, there is willingness, so we expect to see more actions and synergies between the two municipalities, Larnaca and Aradippou.

    Well, since one could talk with you for hours without exhausting the important things you have to say, let’s end with a simple but difficult question: if you were to write your autobiography tomorrow, what would be the title of your life’s book?
    The truth is that biographical elements exist in my books; however, I am thinking of writing my autobiography, I’ve already started something… But it’s hard to think of a title now, it would be something like “A Life Like a Fairy Tale.”

    I’ll finish with one more question then: who determines our path, fate or our actions?
    God gave us free will, but we determine our fate through our actions.
    You asked me earlier which authors influenced me in my youth, and I’d like to add something about the great psychologist Carl Jung, who said: “Forget the self that pretends to be somebody. In becoming nobody, you begin to live.”
    It’s what Christ said: humility, love, kindness, faith, hope, but also forgiveness.
    Jung also said something important: for life to be worthwhile, it must be a life of service to society and to our fellow human beings.
    So, our fate is in our hands as well as our destiny — as we make our bed, we lie on it — without, of course, disregarding external factors, society, and the surrounding atmosphere.
    And I’ll end with this:
    Having retired in 2009 at the age of 60 and being healthy, I was preoccupied with what I would do next. What would I do? Would I stop serving the community? One lives better with service, filling one’s life and soul with beautiful feelings; the more you give and create, the better you live. I believe a person must be an active citizen, have opinions, care about public affairs, about neighbors, about the history of our land, about politics and daily life. We do not have the right, especially we intellectual creators, to remain indifferent, to avoid taking a stand or having an opinion about what happens around us.
    I have been, am, and will be, as long as I live and exist, dear Yiota, a politicized person, and it worries me when I see and meet young people and older ones who do not know the history of our country (why we reached 1974 and why we have had Turkish occupation for 51 years), or who do not care about what is happening next door, for example in Gaza, where for 18 months a criminal genocide is taking place (in a way never seen before), under the apathetic gaze of a powerless Europe and an indifferent world.
    I have written many times about children. What happens in Gaza and other places dominated by war madness hurts and pains me. Children all over the world must be able to live like children, with all that this means and entails. They have the right to live, to attend school, and not only to be able to dream but to be able to realize their dreams. And the modern world must ensure and guarantee this for all the children of our planet, without any discrimination. Otherwise, we become a jungle and no one knows what tomorrow will bring.

    Share:

    Facebook
    Twitter
    Pinterest
    LinkedIn

    Leave a Comment

    On Key

    Related Posts

    Ένα επετειακό ανήμερα του Αποστόλου Βαρνάβα γραμμένο από τον Δρ Ζαννέτο Τοφαλλή

    Article follows in English Επετειακό Απόστολος ΒαρνάβαςΟ Πολιούχος Άγιος και Ιδρυτής της Εκκλησίας της ΚύπρουΈνα μικρό αφιέρωμα του ΚαθηγητήΖαννέτου Τοφαλλή(Κυπριακή Παροικία Λονδίνου) Οι τρεις τελευταίοι

    error: Content is protected !!