Search
Close this search box.

Οδυσσέας Μιχαηλίδης: Επιβάλλεται νέα, ολιστική και στοχευμένη, κοινωνική πολιτική

Article follows in English

Αρθρο Οδυσσέα Μιχαηλίδη* στον Φιλελεύθερο
**Επικεφαλής Κινήματος Άλμα, τέως Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας, επισκέπτης καθηγητής Οικονομικών στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Όταν το 2014, η αείμνηστη Ζέτα Αιμιλιανίδου καταργούσε το δημόσιο βοήθημα και καθιέρωνε νομοθετικά το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ), αυτό αποτελούσε μία καινοτόμα προσέγγιση υπό τα τότε δεδομένα. Έντεκα χρόνια μετά η πολιτική του ΕΕΕ, αποδεικνύεται ως ατελής και μη επαρκής. Ταυτόχρονα, η ενασχόληση των λειτουργών σε παρεμβάσεις κοντά στις οικογένειες ή άτομα έχει αποτύχει παταγωδώς και αυτό προκύπτει από τις κραυγαλέες αστοχίες που παρακολουθεί πολύ συχνά εμβρόντητη η κοινωνία.

Ειδικότερα, το πλαίσιο του ΕΕΕ έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικό και ατελές, εξαιτίας, αφενός των ελλείψεών του στον αρχικό σχεδιασμό της νομοθεσίας και, αφετέρου, των δομικών αδυναμιών της αρμόδιας Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας (ΥΔΕΠ) και των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων. Αυτό που έχει καταδειχθεί είναι ότι ευρείες κοινωνικές ομάδες με σημαντικές βιοτικές ανάγκες, όπως είναι οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι χρόνιοι ασθενείς, τα άτομα με «μέτρια» αναπηρία, οι άνεργοι κάτω των 27 ετών εφόσον κατοικούν με την οικογένειά τους κ.α., μένουν κατά κανόνα έξω από το πλαίσιο του ΕΕΕ, με αποτέλεσμα να στερούνται όχι απλώς το συγκεκριμένο επίδομα, αλλά και οποιεσδήποτε άλλες διευκολύνσεις ή υπηρεσίες συνδέονται με αυτό, όπως επίδομα ενοικίου, παροχή τόκων στεγαστικού δανείου, επίδομα φροντίδας, στήριξη οικογένειας παιδιών με αναπηρία, πληρωμή δημοτικών τελών κ.α..

Ταυτόχρονα, λόγω του χαμηλού ύψους της οικονομικής βοήθειας που παρέχεται σε όσους είναι δικαιούχοι ΕΕΕ, δεν αποσοβείται ο κίνδυνος φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης ούτε καν αυτών των προσώπων, τα οποία, παράλληλα, κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν εκτός ΕΕΕ, π.χ. εξαιτίας μιας μικρής και προσωρινής αύξησης του οικογενειακού εισοδήματος. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που πολλές οικογένειες ή άτομα, συνεχίζουν να ζουν σε αναξιοπρεπείς συνθήκες ή να συντηρούνται αποκλειστικά χάριν της καλοσύνης της γειτονιάς ή τη φιλανθρωπία εκκλησιαστικών ή άλλων φορέων. Αυτό αντανακλάται και σε έρευνες που διεξάγει η Στατιστική Υπηρεσία, η οποία, για το έτος 2024, κατέδειξε ότι το 17,1% του πληθυσμού ζούσε σε νοικοκυριά με διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχιας ή ζούσε σε νοικοκυριά με σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση ή ζούσε σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό δείκτη έντασης εργασίας.Επαναλαμβάνω πως για εμάς στο ΑΛΜΑ, η οικονομική ανισότητα συνιστά πρόβλημα δικαιοσύνης και παραμέλησης κοινωνικών δικαιωμάτων. Όταν λέμε κοινωνικά δικαιώματα εννοούμε, μεταξύ άλλων, ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο, προσιτή στέγαση και αποδοτική κοινωνική προστασία. Αυτά είναι τα θεμέλια για να αλλάξουμε την Κύπρο και όχι να την διορθώσουμε αποσπασματικά.Όσον αφορά στον τομέα της πρόληψης, εντοπισμού και αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων, διαπιστώνουμε και εδώ τρανταχτές και, δυστυχώς, τραγικές αποτυχίες. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι οι ΥΚΕ έχουν σημαντικά αποφορτιστεί από τις ευθύνες τους, έχοντας εκχωρήσει σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ένα σημαντικό φάσμα ευθυνών κοινωνικής παρέμβασης.Ενδεικτικές είναι, ιδίως, οι αδυναμίες των Υπηρεσιών να διασφαλίσουν την απαιτούμενη προστασία σε ευάλωτα παιδιά. Υπενθυμίζω ότι πριν από έξι χρόνια η αυτοκτονία του δεκαπεντάχρονου Στυλιανού ανέδειξε την ανεπάρκεια των κοινωνικών υπηρεσιών. Πολύ πρόσφατα, πέντε παιδιά οικογένειας, η οποία βρισκόταν υπό την παρακολούθηση των ΥΚΕ, κακοποιούνταν συστηματικά, πλην όμως οι ΥΚΕ ουδέποτε διαπίστωσαν οτιδήποτε προβληματικό. Κανένα παιδί δεν πρέπει να αφήνεται αβοήθητο και καμία κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της δεν επιτρέπεται να μείνει απαθής. Το ΑΛΜΑ πιστεύει πως η παιδική προστασία είναι εθνική προτεραιότητα.

Ενδεικτική, είναι, επίσης και η δυσκολία των ΥΚΕ να παρεμβαίνουν αποτελεσματικά σε διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις, ώστε να αποτρέπουν φαινόμενα γονικής αποξένωσης. Παρά, δε, σχετική απόφαση καταδίκης της χώρας μας από το ΕΔΑΔ, καμία θεσμική αναθεώρηση στον τρόπο χειρισμού τέτοιων περιπτώσεων δεν φαίνεται να έχει γίνει στην πράξη. Σοβαρές πλημμέλειες παρατηρούνται και στην προστασία των ηλικιωμένων ατόμων, η ευθύνη της οποίας και πάλι εμπίπτει στις αρμοδιότητες των ΥΚΕ. Δεν είναι λίγες οι καταγγελίες για περιστατικά παραμέλησης ή ακόμη και κακοποίησης ηλικιωμένων προσώπων.

Αυτό που καταδεικνύεται, ευρύτερα, είναι η αποτυχία του Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας να ανταπεξέλθει στον ρόλο που έχει αναλάβει. Η κατάσταση αυτή οφείλεται, εν πολλοίς, στην απουσία εξειδίκευσης και επικαιροποιημένης εκπαίδευσης των λειτουργών των ΥΚΕ, σε τρόπους αξιολόγησης των παραγόντων επικινδυνότητας για παιδική κακοποίηση ή των αναπτυξιακών αναγκών των παιδιών ή του γονικού ρόλου κ.λπ., στην απουσία ή τη μη εφαρμογή αναθεωρημένων και έγκυρων επιστημονικών εργαλείων, στην έλλειψη διατομεακού συντονισμού και στην απουσία θεσμοθετημένης συνεργασίας του Υφυπουργείου με άλλες εμπλεκόμενες Υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, η προσπάθεια «αναδιάρθρωσης», παρά τα 48 εκατομμύρια ευρώ που δαπανήθηκαν έως τώρα, παραμένει επί της ουσίας χαώδης και αόρατη, ενώ, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα, δεν προωθήθηκε καν έως τώρα η χαρτογράφηση των κρατικών δομών. Η απάντηση του Υφυπουργείου, σπασμωδική και αποσπασματική, όπως σχεδόν πάντα, ήταν η χωρίς οποιαδήποτε επιστημονική τεκμηρίωση ανακοίνωση για αγορά εργαλείων, η οποία είναι αμφίβολο αν μπορεί να οδηγήσει στη διόρθωση των στρεβλώσεων.

Πέραν των πιο πάνω, αξίζει να σημειωθεί πως έρευνα του 2022 κατέδειξε πως ένα ποσοστό άνω του 65% των δικαιούχων κοινωνικών παροχών αντιμετωπίζει ψυχολογικές ή συναισθηματικές δυσκολίες, αλλά μόνο το 10% λαμβάνει εξειδικευμένη υποστήριξη. Και παρότι υπήρξε απόφαση του προηγούμενου Υπουργικού Συμβουλίου για μόνιμη εφαρμογή του Προγράμματος Κοινωνικής Παρέμβασης για λήπτες ΕΕΕ, το εν λόγω Πρόγραμμα ουδέποτε υλοποιήθηκε από την παρούσα κυβέρνηση. Ανεφάρμοστη έμεινε και η δημιουργία τμήματος Συμβουλευτικής Ψυχολογίας στις ΥΚΕ, η οποία αποτέλεσε άλλη μία προεκλογική δέσμευση-πυροτέχνημα της κυβέρνησης Χριστοδουλίδη. Επιπλέον, η επικέντρωση σε επιδοματικές πολιτικές δεν επιλύει τις γενεσιουργές αιτίες των προβλημάτων, και παρέχει μεν προσωρινές λύσεις, πλην όμως μόνιμες εξαρτήσεις και αποκλεισμούς. Επιδόματα, όπως το EEE, είναι ζωτικής σημασίας. Ωστόσο, εάν δεν συνοδεύονται με υπηρεσίες όπως π.χ. κοινωνικολειτουργική παρέμβαση, εκπαίδευση και ψυχολογική υποστήριξη και διασύνδεση με την αγορά εργασίας, αφήνουν τα άτομα μένουν παγιδευμένα στη φτώχεια, χωρίς να επωφελούνται μακροπρόθεσμα. Επίσης οποιουδήποτε τύπου βοήθεια, η οποία τροφοδοτεί την αντίληψη της «χάρης», της αφ’ υψηλού «βοήθειας», της «φιλανθρωπίας», υπονομεύει την αξιοπρέπεια των ανθρώπων και τους στιγματίζει. Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο, πως παρόλο που παρατηρούνται υψηλές δαπάνες στην κοινωνική πρόνοια, αυτές επιδεικνύουν χαμηλή αποτελεσματικότητα.

Αναγκαίο ένα μοντέλο κοινωνικής παρέμβασης και προστασίας

Συνεπώς υπάρχει κατεπείγουσα ανάγκη για ένα νέο, ολιστικό μοντέλο κοινωνικής παρέμβασης και προστασίας, που θα βασίζεται στην καθολική στρατηγική κοινωνικής ένταξης με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ευρείες συνέργειες. Ένα μοντέλο που θα είναι πράγματι σε θέση να εγγυάται το εύρος, την ποιότητα και την αμεσότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς όλους τους ανθρώπους που χρειάζονται μια τέτοια υποστήριξη.

Ένα τέτοιο νέο μοντέλο θα πρέπει να βασίζεται στην ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού και της επιμόρφωσής του, στην ανάπτυξη περαιτέρω τοπικών κοινωνικών υπηρεσιών και δομών με την ενεργή συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης, στη δημιουργία κοινωνικής κατοικίας και στήριξη στη στέγαση, στην ψηφιοποίηση και απλοποίηση των διαδικασιών και στην ψηφιακή διασύνδεση των πληροφοριών. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα πρέπει να καταλήξει να έχει ως βασικό πυρήνα τον πολίτη και την οικογένειά του με όλες τις πληροφορίες, επιδόματα, παρεμβάσεις, ενισχυτικές δράσεις που τον αφορούν.

Ειδικότερα, θα πρέπει να σχεδιαστούν εκ νέου στοχευμένες παρεμβάσεις, στη βάση των ιδιαίτερων αναγκών και χαρακτηριστικών κάθε ευπαθούς ομάδας, ώστε να διασφαλιστεί η αξιοπρέπεια, η κοινωνική ένταξη και η ποιότητα ζωής των μελών της. Τέτοιες παρεμβάσεις θα πρέπει, συγχρόνως, να έχουν χαρακτήρα διαπολιτισμικότητας, ώστε να ανταποκρίνονται επαρκώς και στις ανάγκες των διαφόρων εθνοτήτων που διαμένουν στη χώρα μας, καθώς και να είναι αποκεντρωμένες, ώστε να βρίσκονται όσο πιο κοντά στα πρόσωπα που εξυπηρετούν

Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δίδεται στην απαραίτητη ανάπτυξη νέων δομημένων υπηρεσιών ψυχολογικής υποστήριξης και κοινωνικής φροντίδας. Μια τέτοια παρέμβαση θα μπορούσε να είναι η ψυχοκοινωνική υποστήριξη των εξυπηρετούμενων, μέσω π.χ. δωρεάν συνεδριών με συμβουλευτικούς ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς σε σχολεία, δημοτικά κέντρα και νοσοκομεία.

Απολύτως αναγκαία, επίσης, είναι και η ουσιαστική επαγγελματική εκπαίδευση των ληπτών ΕΕΕ, με σκοπό την ένταξή τους στην αγορά εργασίας, που θα συμβάλει και στην κοινωνική συμπερίληψή τους. Ας σημειωθεί ότι το ετήσιο κόστος ΕEE ανά άτομο υπολογίζεται στα €6,000, ενώ το ετήσιο κόστος επαγγελματικής εκπαίδευσης και κοινωνικής παρέμβασης στις €4,000, με επιστροφή στη φορολογία μέσω απασχόλησης. Σύμφωνα, δε, με την Eurostat (2023), κάθε €1 που επενδύεται σε κοινωνικές υπηρεσίες επιστρέφει €3 σε μειωμένα έξοδα υγείας και αυξημένη παραγωγικότητα.

Εξαιρετικά σημαντική είναι και η ανάγκη για ουσιαστική ενίσχυση των υπηρεσιών κατ’ οίκον φροντίδας σε ηλικιωμένους, άτομα με αναπηρίες και χρόνιους ασθενείς ή και η παροχή κατάλληλα εκπαιδευμένων προσωπικών βοηθών. Θα πρέπει, παράλληλα, να εισαχθούν νέοι τρόποι υποστηριζόμενης διαμονής, π.χ. σε προσαρμοσμένα διαμερίσματα με υπηρεσίες παρεχόμενης φροντίδας.

Τέλος, κρίσιμη και ολοένα και πιο επιτακτική, είναι η καθιέρωση της κοινωνικής κατοικίας, μέσω της ανέγερσης από το κράτος κρατικών κατοικιών που θα παραχωρούνται δωρεάν ή με χαμηλό ενοίκιο σε ευπαθείς κοινωνικά ομάδες. Θα είναι τραγικό αν επιτρέψουμε να δούμε στη χώρα μας άστεγους ανθρώπους. Η κατοικία δεν είναι πολυτέλεια αλλά αυτονόητο δικαίωμα. Και αυτό το δικαίωμα πρέπει να το εγγυάται ένα κράτος δικαιοσύνης. Ένα κράτος όπως αυτό που οραματιζόμαστε μέσα από το ΑΛΜΑ.

Για το ΑΛΜΑ, η κοινωνική προστασία δεν αποτελεί χάρη, ούτε προνόμιο – είναι δικαίωμα. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι στο επίκεντρο όλων των κρατικών πολιτικών, πόσω μάλλον των πολιτικών κοινωνικής πρόνοιας. Συνεπώς, απαιτείται να τεθούν επειγόντως σε εφαρμογή αποτελεσματικές, δίκαιες, χωρίς αποκλεισμούς, συμμετοχικές και υπεύθυνες πολιτικές, έξω από τις υφιστάμενες φιλοσοφίες και νοοτροπίες, που και να μπορούν και να θέλουν να μειώσουν την ανισότητα και τη φτώχεια και να ενισχύουν την αξιοπρέπεια και την ευημερία όλων. Πυροτεχνήματα, εγκαίνια και πειραματισμοί, δυστυχώς, ούτε σε αυτή την περίπτωση αρκούν. Αυτό που χρειάζεται είναι μια βαθιά «αναθέσμιση». Χρειάζεται να αλλάξουμε την Κύπρο, όχι με ημίμετρα αλλά με ξεκάθαρο σχέδιο, βούληση και πίστη στους ανθρώπους της. Αυτό είναι που προτείνει το ΑΛΜΑ, μία νέα αρχή με συνέπεια, δικαιοσύνη και επίκεντρο τον άνθρωπο.

Article by Odysseas Michaelides in Phileleftheros*
*Head of the ALMA Movement, former Auditor General of the Republic, visiting professor of Economics at the European University Cyprus

When in 2014, the late Zeta Emilianidou abolished the public allowance and legislatively established the Minimum Guaranteed Income (MGI), this constituted an innovative approach under the conditions at the time. Eleven years later, the policy of MGI proves to be incomplete and insufficient. At the same time, the engagement of officials in interventions close to families or individuals has failed miserably, and this emerges from the glaring failures that society often observes in shock.

Specifically, the framework of the MGI has proven ineffective and incomplete, due to, on the one hand, its deficiencies in the initial design of the legislation and, on the other hand, the structural weaknesses of the competent Welfare Benefits Management Service (WBMS) and the bureaucratic entanglements. What has been demonstrated is that broad social groups with significant living needs, such as low pensioners, chronically ill persons, people with “moderate” disability, unemployed under 27 years old provided they live with their family, etc., are usually excluded from the MGI framework, resulting in them being deprived not only of the specific allowance but also of any other facilities or services connected to it, such as rental allowance, provision of mortgage loan interest, care allowance, support for families of children with disabilities, payment of municipal fees, etc.

At the same time, due to the low amount of financial assistance provided to those entitled to MGI, the risk of impoverishment and marginalization is not prevented even for these persons, who simultaneously risk at any time to be excluded from MGI, for example due to a small and temporary increase in family income. It is no coincidence that many families or individuals continue to live in undignified conditions or are sustained solely thanks to the kindness of neighbors or the charity of church or other organizations. This is also reflected in surveys conducted by the Statistical Service, which for the year 2024 showed that 17.1% of the population lived in households with disposable income below the poverty line or lived in households with severe material and social deprivation or lived in households with very low work intensity.

I repeat that for us at ALMA, economic inequality constitutes a problem of justice and neglect of social rights. When we say social rights, we mean, among others, an adequate standard of living, affordable housing, and effective social protection. These are the foundations to change Cyprus and not to fix it fragmentarily.

Regarding the sector of prevention, identification, and handling of social problems, we also find glaring and, unfortunately, tragic failures. And this, despite the fact that the Social Welfare Services (SWS) have been significantly relieved of their responsibilities, having delegated a significant range of social intervention duties to Non-Governmental Organizations.

Indicative are, in particular, the weaknesses of the Services to ensure the required protection of vulnerable children. I remind that six years ago the suicide of fifteen-year-old Stylianos highlighted the inadequacy of social services. Very recently, five children of a family under SWS supervision were systematically abused, yet the SWS never detected anything problematic. No child should be left helpless and no society that respects itself can remain indifferent. ALMA believes that child protection is a national priority.

Also indicative is the difficulty of the SWS to intervene effectively in disturbed family relationships, so as to prevent parental alienation phenomena. Despite a related decision condemning our country by the European Court of Human Rights, no institutional revision in the way of handling such cases seems to have been made in practice. Serious shortcomings are also observed in the protection of elderly persons, whose responsibility again lies within the SWS. There are many reports of neglect or even abuse of elderly persons.

What is demonstrated more broadly is the failure of the Deputy Ministry of Social Welfare to cope with the role it has undertaken. This situation is due, to a large extent, to the absence of specialization and updated training of the SWS staff, in ways of assessing risk factors for child abuse or developmental needs of children or the parental role, etc., the absence or non-application of revised and valid scientific tools, the lack of inter-sectoral coordination, and the absence of institutionalized cooperation of the Deputy Ministry with other involved Services. At the same time, the effort of “restructuring,” despite 48 million euros spent so far, remains essentially chaotic and invisible, while, as recently revealed, even the mapping of state structures has not been promoted yet. The response of the Deputy Ministry, spasmodic and fragmentary as almost always, was an announcement for the purchase of tools without any scientific documentation, which is doubtful if it can lead to correction of distortions.

Beyond the above, it is worth noting that a 2022 survey showed that over 65% of social benefits recipients face psychological or emotional difficulties, but only 10% receive specialized support. And although there was a decision by the previous Council of Ministers for permanent implementation of the Social Intervention Program for MGI recipients, this Program was never implemented by the current government. The creation of a Counseling Psychology department in the SWS also remained unimplemented, which was another pre-election fireworks promise of the Christodoulides government. Furthermore, focusing on benefit policies does not solve the root causes of the problems and provides temporary solutions but permanent dependencies and exclusions. Benefits, such as the MGI, are vital. However, if they are not accompanied by services such as social work intervention, education, psychological support, and connection to the labor market, individuals remain trapped in poverty without benefiting long-term. Also, any type of help that feeds the perception of “favor,” condescending “help,” or “charity,” undermines the dignity of people and stigmatizes them. Therefore, it is no coincidence that although there are high expenditures in social welfare, they show low effectiveness.

A necessary model of social intervention and protection

Therefore, there is an urgent need for a new, holistic model of social intervention and protection, which will be based on a universal strategy of social inclusion with long-term planning and broad synergies. A model that will truly be able to guarantee the scope, quality, and immediacy of services provided to all people who need such support.

Such a new model should be based on strengthening human resources and their training, the further development of local social services and structures with the active participation of local government, the creation of social housing and support for housing, the digitization and simplification of procedures and the digital interconnection of information. The digital transformation should ultimately have as its core the citizen and their family with all the information, benefits, interventions, and supportive actions concerning them.

Specifically, targeted interventions should be redesigned based on the particular needs and characteristics of each vulnerable group, to ensure dignity, social inclusion, and quality of life of its members. Such interventions should, at the same time, have a character of interculturality, so that they adequately meet the needs of the various ethnicities residing in our country, as well as be decentralized, so they are as close as possible to the persons they serve.

Particular emphasis should be given to the necessary development of new structured psychological support and social care services. Such an intervention could be the psychosocial support of the served individuals, through, for example, free sessions with counseling psychologists and social workers, the provision of support for families, especially those with children with disabilities, and the development of community programs to reduce isolation and promote social cohesion.

In parallel, the role of local government must be strengthened to actively participate in social protection and intervention policies. Local authorities are closer to the citizens and better understand their needs and challenges. Their involvement will improve the coordination and effectiveness of social services, as well as foster innovative solutions tailored to local realities.

Moreover, the digital transformation of social services should ensure easy, accessible, and inclusive platforms for information, application, and communication with beneficiaries. This would reduce bureaucracy and facilitate timely interventions.

Finally, it is imperative that the Government allocates sufficient and sustained funding, not only for social benefits but especially for social services and programs that build capacities and promote empowerment. Only then can social protection evolve from mere subsistence support to a comprehensive system fostering dignity, equality, and opportunity for all.

In conclusion, the current model of social protection in Cyprus requires a fundamental rethinking and redesign. A holistic, integrated, and citizen-centered approach, supported by updated legislation, adequate resources, and professional expertise, is essential to meet the complex social challenges of our time. The ‘ALMA’ Movement stands ready to contribute constructively to this urgent national priority.

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn

Leave a Comment

On Key

Related Posts

error: Content is protected !!