Search
Close this search box.

Ομιλία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Κωνσταντίνου Λετυμπιώτη στην εκδήλωση για τα θύματα της Γενοκτονίας των Ποντίων

Text follows in English
Текст следует на русском языке

Θυμάμαι μια φωτογραφία που μου έδειξαν ένα πρωινό, λίγο πριν αρχίσει μια εκδήλωση.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα, τυλιγμένη με ένα μαύρο μαντίλι.
Στο ένα χέρι κρατούσε την εικόνα του Χριστού. Στο άλλο, ένα σκουριασμένο κλειδί και ένα δισάκι.
Τη φωτογραφία, το κλειδί και το δισάκι τα κρατούσε η εγγονή της και μας είπε για την γιαγιά της:

«Τη θυμάμαι καθαρά. Ήταν ένα απόγευμα του Οκτώβρη. Καθόμασταν στην αυλή του σπιτιού της, στην άκρη του χωριού. Είχε έναν κήπο γεμάτο βασιλικούς και ένα παλιό ραδιόφωνο. Η γιαγιά Ευδοκία μού έδειξε ένα μικρό δισάκι που κρατούσε από τότε που ήταν παιδί. Μέσα είχε μια χούφτα χώμα. “Από τον Πόντο είναι”, μου είπε. “Το πήρα κρυφά όταν φύγαμε. Δεν ήξερα πού πάμε. Ήξερα μόνο ότι δεν θα γυρίσουμε.” Κι έπειτα, με βλέμμα καθαρό, αλλά γεμάτο βάρος, πρόσθεσε: “Tο κρατώ κάθε βράδυ κάτω από το μαξιλάρι μου, να με ταξιδεύει πίσω στον Πόντο.”»

Την έλεγαν γιαγιά Ευδοκία.
Ήταν από ένα χωριό που σήμερα δεν το δείχνουν οι χάρτες μας.
Μα εκείνη θυμόταν κάθε στενό.
Η γιαγιά Ευδοκία δεν είναι μια φωτογραφία στο αρχείο. Είναι ο Πόντος, είναι η Κύπρος.
Είναι η μνήμη μας που επιμένει. Που δεν ξεχνά. Που μας δείχνει τον δρόμο.

Σήμερα, στη σκιά της ιστορίας και στο φως της συλλογικής μας μνήμης, στεκόμαστε μπροστά σε μία από τις πιο μαύρες σελίδες του Ελληνισμού. Η 19η Μαΐου δεν είναι απλώς μια ημερομηνία. Είναι μία πληγή που δεν έκλεισε ποτέ. Είναι η μνήμη των 353.000 ψυχών που χάθηκαν. Είναι η κραυγή όσων έμειναν πίσω και δεν σώπασαν. Είναι το βλέμμα της γιαγιάς Ευδοκίας που κοιτούσε πίσω, καθώς βάδιζε προς το άγνωστο, κρατώντας το δισάκι με το χώμα.

Ο Πόντος, αυτή η μακρινή πατρίδα των Ελλήνων του Εύξεινου Πόντου, υπήρξε για αιώνες φάρος ελληνισμού. Από την αρχαιότητα έως τις αρχές του 20ού αιώνα άνθισε εκεί ένας ακμαίος πληθυσμός με γλώσσα, θρησκεία, παιδεία και πολιτισμό. Η Τραπεζούντα, η Αμισός, η Σινώπη δεν ήταν μόνο γεωγραφικά σημεία· ήταν κέντρα ζωής, πολιτισμού, αντίστασης και δημιουργίας.

Και όμως, αυτός ο λαός έγινε στόχος. Στόχος εξόντωσης, στόχος αφανισμού, στόχος σιωπής. Η περίοδος 1914-1923 υπήρξε εφιαλτική. Με τη σκιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με πρόσχημα την εθνική ενοποίηση, οι Νεότουρκοι και στη συνέχεια οι κεμαλικοί εφάρμοσαν ένα οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης: μαζικές σφαγές, πορείες θανάτου, απαγχονισμοί, λεηλασίες, βιασμοί, εξορίες, λιμοί. Μια γενοκτονία, η οποία επιδιώχθηκε όχι απλώς για εκκαθάριση, αλλά για σβήσιμο μνήμης.

Αλλά δεν τα κατάφεραν. Γιατί οι λαοί που κρατούν τη μνήμη τους ζωντανή δεν σβήνονται.

Όσοι Πόντιοι επέζησαν, έφθασαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Κάποιοι και στην Κύπρο. Χωρίς τίποτα. Με το τίποτα όμως έφτιαξαν τα πάντα. Ανέστησαν τις κοινότητές τους, μετέδωσαν την παράδοση, κράτησαν ζωντανό τον πολιτισμό. Και μας κληροδότησαν έναν ολόκληρο κόσμο. Έναν κόσμο που τραγουδά, που θυμάται, που δημιουργεί. Έναν κόσμο που σήμερα εκπροσωπείτε εσείς, αγαπητά παιδιά, εδώ στο σχολείο σας.

Και η Κύπρος καταλαβαίνει αυτόν τον πόνο. Γιατί και η δική μας πατρίδα γνώρισε τον ξεριζωμό, την απώλεια, τον διχασμό. Το 1974, με την τουρκική εισβολή, χιλιάδες οικογένειες και στην Κύπρο ξεριζώθηκαν. Άφησαν πίσω τα σπίτια τους, τα μνήματα των γονιών τους, τις εκκλησίες τους. Και όπως οι Πόντιοι πριν από πενήντα χρόνια, έτσι και οι Κύπριοι βάδισαν στην προσφυγιά. Κι όμως, και οι δύο λαοί αντέχουν. Δεν λύγισαν. Κάνουμε τον πόνο μνήμη. Και τη μνήμη, φλόγα ελπίδας.

Αυτή η φλόγα ζει σήμερα εδώ, ανάμεσά μας. Μέσα από την εκπαίδευση, μέσα από την τέχνη, μέσα από το τραγούδι. Μέσα από εσάς, τα παιδιά αυτού του σχολείου. Γιατί κάθε ποίημα που γράψατε, κάθε στίχος που απαγγείλατε, κάθε ματιά που σηκώσατε προς τη σκηνή ήταν ένα βήμα προς τη δικαίωση της μνήμης. Ήταν ένα αντίο προς το σκοτάδι και ένα καλωσόρισμα στο φως.

Η ιστορική μνήμη δεν είναι τιμή μόνο προς τους νεκρούς. Είναι ασπίδα για τους ζωντανούς. Είναι το δίχτυ ασφαλείας που μας προστατεύει από την επανάληψη της Ιστορίας, όταν αυτή δεν διδάσκει. Και η γενοκτονία των Ποντίων, όπως και άλλες γενοκτονίες του 20ού αιώνα, πρέπει να διδάσκεται. Όχι ως κλείσιμο λογαριασμών, αλλά ως ανοικτή πρόσκληση στη συνείδηση.

Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), έχει επανειλημμένα καλέσει τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει επίσημα τη γενοκτονία των Ποντίων. Και θα συνεχίσει να το κάνει. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη χωρίς αλήθεια.

Δεν μπορεί να υπάρξει συμφιλίωση χωρίς αποδοχή του παρελθόντος.
Δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον χωρίς μνήμη.

Και η Παιδεία μας είναι το εργαλείο, με το οποίο μπορούμε να σφυρηλατήσουμε αυτή τη μνήμη. Γι’ αυτό και η απόφαση να θεσμοθετηθεί η 19η Μαΐου ως επίσημη ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων στα σχολεία της Κύπρου ήταν βαθιά πολιτική, ιστορική και ανθρώπινη. Είναι μία πράξη ευθύνης και αξιοπρέπειας απέναντι στις επόμενες γενιές

Το ίδιο κάνει και η ΕΕ, όταν επιλέγει να ενισχύει τα προγράμματα ιστορικής συνείδησης. Το ίδιο κάνει κάθε χώρα που τολμά να πει την αλήθεια. Και αλήθεια είναι αυτό: ότι ο Πόντος ματώθηκε. Ο Ελληνισμός ματώθηκε. Η ανθρωπότητα ματώθηκε. Αλήθεια είναι ότι 353.000 ψυχές χάθηκαν. Αλήθεια είναι ότι επιβίωσαν εκείνοι που αρνήθηκαν να ξεχάσουν.

Αγαπητοί φίλοι,

Σε κάθε εποχή, υπάρχουν στιγμές που ο λαός καλείται να σηκώσει το βλέμμα ψηλά και να αποφασίσει: θα σιωπήσει ή θα μιλήσει; Θα ξεχάσει ή θα θυμηθεί; Θα σκύψει ή θα σταθεί όρθιος;

Σήμερα, εδώ στην Πάφο, λέμε όλοι μαζί: στεκόμαστε όρθιοι.

Και εσείς, αγαπητά παιδιά, με το έργο σας σήμερα, απαντήσατε σε αυτήν την πρόκληση με τον πιο δυνατό τρόπο. Δεν γράψατε απλώς λόγια σε χαρτί. Δεν φορέσατε απλώς κοστούμια ή μάθατε απ’ έξω στίχους. Φτιάξατε γέφυρες. Ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Ανάμεσα στον Πόντο και στην Πάφο. Ανάμεσα στον χρόνο και την ιστορική αλήθεια. Και αυτή η πράξη είναι πολιτισμός. Είναι ταυτότητα. Είναι αντίσταση.

Γιατί τι άλλο είναι η μνήμη αν όχι μια μορφή αντίστασης απέναντι στη λήθη; Τι άλλο είναι η δικαιοσύνη αν όχι η αποκατάσταση όσων χάθηκαν στη σιωπή; Κι αν η δικαιοσύνη αργεί, δεν σημαίνει πως είναι λιγότερο αναγκαία.

Στον Πόντο, οι άνθρωποι πολέμησαν με τραγούδια και με δάκρυα. Με ψαλμούς και με σιωπή. Πέρασαν τον θάνατο χωρίς να εγκαταλείψουν τη γλώσσα τους. Πέρασαν τον εξευτελισμό χωρίς να απαρνηθούν την πίστη τους. Και σήμερα, 100 χρόνια μετά, οι απόγονοί τους τους τιμούν. Τους φωνάζουν με το όνομά τους. Τους αγκαλιάζουν στις τελετές, στις προσευχές, στα μουσεία, στις λέξεις.

Το να θυμόμαστε δεν είναι απλώς ζήτημα ιστορικής γνώσης. Είναι ηθική πράξη. Και στις μέρες μας, όπου η παραπληροφόρηση και η εσκεμμένη στρέβλωση της Ιστορίας διαβρώνουν τον δημόσιο λόγο, η μνήμη είναι αντίδοτο. Είναι το θεμέλιο, πάνω στο οποίο χτίζεται κάθε αξιόπιστο κράτος, κάθε ώριμη κοινωνία, κάθε δημοκρατική Πολιτεία.

Και αυτή είναι η Κύπρος που θέλουμε. Μια Κύπρος που δεν φοβάται την αλήθεια. Που δεν αρνείται την Ιστορία της. Που τιμά το δίκαιο και υπηρετεί τη δικαιοσύνη. Που έχει το θάρρος να διδάξει στα παιδιά της πως τίποτε σπουδαίο δεν κτίζεται χωρίς μνήμη. Χωρίς ρίζες. Χωρίς την αναγνώριση του πόνου.

Γι’ αυτό και σήμερα δεν είναι απλώς μια επέτειος. Είναι μία υπόσχεση: να παραμείνουμε άνθρωποι. Να παραμείνουμε ελεύθεροι. Να παραμείνουμε δίκαιοι. Και αυτή η υπόσχεση είναι η μεγαλύτερη τιμή στους ανθρώπους του Πόντου.

Κάθε φορά που αναγνωρίζουμε ένα ιστορικό τραύμα, στήνουμε έναν φάρο για τις επόμενες γενιές. Κάθε φορά που σιωπούμε, σκάβουμε λάκκους για τα θεμέλια του μέλλοντος. Η ΕE, στην οποία συμμετέχουμε ενεργά, θεμελιώθηκε πάνω στην αρχή «ποτέ ξανά». Οφείλουμε να εντάξουμε τη γενοκτονία των Ποντίων στην κοινή ευρωπαϊκή ιστορική συνείδηση. Όχι για να διασπάσουμε, αλλά για να συμφιλιώσουμε.

Μπορεί να μη γνωρίσατε τον Πόντο. Μπορεί να μην πατήσατε ποτέ στα χώματά του. Όμως σήμερα, με την καρδιά σας, τον περπατήσατε. Και σας βεβαιώνω: αυτός ο περίπατος αξίζει περισσότερο από κάθε χάρτη. Γιατί δεν τον καθοδηγεί η γεωγραφία, αλλά η ψυχή.

Αυτή η ψυχή μάς ζητά να θυμόμαστε. Όχι για να μένουμε στο παρελθόν, αλλά για να χτίζουμε πιο ανθρώπινο μέλλον. Όχι για να δικάζουμε, αλλά για να μην ξαναγίνει το ίδιο λάθος. Όχι για να τραυματίζουμε, αλλά για να θεραπεύουμε.

Και εσείς σήμερα θεραπεύσατε. Την αδικία της σιωπής. Την αδράνεια του χρόνου. Την απόσταση ανάμεσα στη θυσία και στην αναγνώρισή της. Και το κάνατε με τον πιο αγνό, τον πιο ειλικρινή τρόπο: μέσα από τη συμμετοχή σας. Μέσα από την Παιδεία.

Το κράτος μας στέκεται δίπλα σας σε αυτή την πορεία. Θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε κάθε προσπάθεια ανάδειξης της ιστορικής αλήθειας. Θα ενισχύσουμε τις πρωτοβουλίες που προάγουν τον πολιτισμό της μνήμης. Θα απαιτούμε διεθνώς την αναγνώριση. Και θα στεκόμαστε δίπλα σε κάθε μαθητή, σε κάθε δάσκαλο, σε κάθε οικογένεια που διδάσκει στα παιδιά της τι σημαίνει να έχεις ρίζες.

Γιατί, τελικά, εκεί κρίνεται ένας λαός: στο αν τιμά τις ρίζες του.

Θυμόμαστε τους δασκάλους που εκτελέστηκαν γιατί δίδασκαν ελληνικά. Θυμόμαστε τους ιερείς που μαρτύρησαν κρατώντας εικόνες. Θυμόμαστε τις μανάδες που βάδισαν χιλιόμετρα κρατώντας στην αγκαλιά τα παιδιά τους. Θυμόμαστε τα παιδιά που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν.

Και ναι, θυμόμαστε τη γιαγιά Ευδοκία. Που έφυγε παιδί και έζησε όλη της τη ζωή με ένα σακουλάκι χώμα κάτω από το στρώμα της. Όχι για να το βλέπει, αλλά για να το νιώθει. Για να κοιμάται πάνω στις ρίζες της.

Όταν πέθανε, βάλαμε εκείνο το χώμα στο μνήμα της. Και εκεί, για πρώτη φορά, ο Πόντος συνάντησε την Κύπρο. Στο ίδιο χώμα. Στην ίδια ιστορία. Στην ίδια υπόσχεση.

Και ας θυμηθούμε ξανά τα λόγια της:
«Αν δεν κουβαλάς το χώμα σου, δεν ξέρεις ποιος είσαι. Κι αν το ξεχάσεις, χάνεσαι.»
Εμείς δεν θα χαθούμε. Θα θυμόμαστε. Θα μιλάμε. Θα χτίζουμε.
Γιατί η μνήμη είναι ζωή.
Γιατί ο Πόντος δεν σβήνει.
Γιατί τα παιδιά της Κύπρου κρατούν τη φλόγα.
Και όσο υπάρχει φλόγα, υπάρχει ελπίδα.

Speech by Government Spokesperson Mr. Konstantinos Letymbiotis at the event for the victims of the Pontian Genocide

I remember a photograph shown to me one morning, just before an event began.

An elderly woman, wrapped in a black headscarf.

In one hand, she held an icon of Christ. In the other, a rusty key and a small pouch.

Her granddaughter was holding the photo, the key, and the pouch, and told us about her grandmother:

“I remember her clearly. It was an October afternoon. We were sitting in the yard of her house, on the edge of the village. She had a garden full of basil and an old radio. Grandma Evdokia showed me a small pouch she had kept since she was a child. Inside was a handful of soil. ‘It’s from Pontus,’ she told me. ‘I took it secretly when we left. I didn’t know where we were going. I only knew we would never return.’ And then, with a clear but heavy gaze, she added: ‘I keep it under my pillow every night, to carry me back to Pontus.’”

Her name was Grandma Evdokia.

She was from a village no longer shown on our maps.

But she remembered every alley.

Grandma Evdokia is not just a photograph in an archive. She is Pontus. She is Cyprus.

She is our memory that insists. That does not forget. That shows us the way.

Today, in the shadow of history and the light of our collective memory, we stand before one of the darkest chapters in Hellenism. May 19 is not just a date. It is a wound that never healed. It is the memory of 353,000 lost souls. It is the cry of those who remained behind and did not fall silent. It is the gaze of Grandma Evdokia looking back as she walked into the unknown, clutching the pouch of soil.

Pontus, the distant homeland of the Greeks of the Black Sea, was for centuries a beacon of Hellenism. From antiquity to the early 20th century, a flourishing population thrived there with language, religion, education, and culture. Trabzon, Amisos, Sinope were not just geographic points—they were centers of life, culture, resistance, and creation.

And yet, these people were targeted. Targeted for extermination, erasure, and silence. The period 1914–1923 was nightmarish. Under the shadow of World War I and under the pretext of national unification, the Young Turks and later the Kemalists executed a systematic plan of extermination: mass massacres, death marches, hangings, looting, rapes, exiles, famines. A genocide meant not just to cleanse, but to erase memory.

But they did not succeed. Because peoples who keep their memory alive cannot be erased.

Those Pontians who survived arrived as refugees in Greece. Some in Cyprus. With nothing. Yet with that nothing, they built everything. They revived their communities, passed on their traditions, and kept their culture alive. And they bequeathed us an entire world. A world that sings, that remembers, that creates. A world that today is represented by you, dear children, here in your school.

And Cyprus understands this pain. Because our homeland too has known uprooting, loss, and division. In 1974, with the Turkish invasion, thousands of families in Cyprus were displaced. They left behind their homes, the graves of their parents, their churches. And like the Pontians fifty years earlier, the Cypriots too became refugees. And yet, both peoples endure. They did not break. We turn pain into memory. And memory into a flame of hope.

This flame lives today here, among us. Through education, through art, through song. Through you, the children of this school. Because every poem you wrote, every verse you recited, every glance you raised to the stage was a step toward justice. It was a farewell to darkness and a welcome to light.

Historical memory is not only an honor to the dead. It is a shield for the living. It is the safety net that protects us from history’s repetition, when it is not taught. And the Pontian Genocide, like other genocides of the 20th century, must be taught. Not as a settling of accounts, but as an open call to conscience.

The Republic of Cyprus, as a member of the European Union and the United Nations, has repeatedly called on the international community to officially recognize the Pontian Genocide. And it will continue to do so. Because there can be no peace without truth.

There can be no reconciliation without acceptance of the past.

There can be no future without memory.

And our education is the tool with which we forge this memory. That is why the decision to establish May 19 as the official day of remembrance of the Pontian Genocide in Cypriot schools was deeply political, historical, and human. It is an act of responsibility and dignity toward future generations.

The EU does the same when it strengthens programs for historical awareness. So does every country that dares to speak the truth. And this is the truth: Pontus bled. Hellenism bled. Humanity bled. The truth is that 353,000 souls were lost. The truth is that those who survived were the ones who refused to forget.

Dear friends,

In every era, there are moments when a people must raise its gaze and decide: will it remain silent or speak? Will it forget or remember? Will it bow or stand tall?

Today, here in Paphos, we say together: we stand tall.

And you, dear children, with your work today, answered this challenge in the strongest way. You didn’t just write words on paper. You didn’t just wear costumes or memorize lines. You built bridges. Between then and now. Between Pontus and Paphos. Between time and historical truth. And this act is culture. It is identity. It is resistance.

For what else is memory but a form of resistance to oblivion? What else is justice but the restoration of what was lost in silence? And even if justice is delayed, it does not mean it is any less necessary.

In Pontus, people fought with songs and with tears. With psalms and with silence. They faced death without abandoning their language. They faced humiliation without denying their faith. And today, 100 years later, their descendants honor them. They call them by name. They embrace them in ceremonies…

Речь Правительственного Представителя г-на Константиноса Летимбиотиса на мероприятии в память жертв Геноцида Понтийских Греков

Я помню одну фотографию, которую мне показали утром перед началом мероприятия.

Пожилая женщина, закутанная в черную косынку.

В одной руке у нее икона Христа. В другой — ржавый ключ и маленький мешочек.

Фотографию, ключ и мешочек держала ее внучка, и рассказала нам о своей бабушке:

«Я помню её ясно. Это был октябрьский вечер. Мы сидели во дворе её дома, на краю деревни. У нее был сад, полный базилика, и старое радио. Бабушка Евдокия показала мне маленький мешочек, который хранила с детства. Внутри была горсть земли. “Из Понта”, — сказала она. “Я взяла её тайком, когда мы уезжали. Я не знала, куда мы едем. Я только знала, что мы не вернемся.” А потом, с ясным, но тяжёлым взглядом, добавила: “Я держу её каждую ночь под подушкой, чтобы мысленно возвращаться в Понт.”»

Ее звали бабушка Евдокия.

Она была из деревни, которой уже нет на наших картах.

Но она помнила каждую улочку.

Бабушка Евдокия — не просто фотография в архиве. Это Понт. Это Кипр.

Это наша память, которая настаивает. Которая не забывает. Которая указывает путь.

Сегодня, в тени истории и в свете коллективной памяти, мы стоим перед одной из самых мрачных страниц эллинизма. 19 мая — это не просто дата. Это рана, которая никогда не зажила. Это память о 353 000 потерянных душах. Это крик тех, кто остался и не замолчал. Это взгляд бабушки Евдокии, которая оборачивалась назад, шагая в неизвестность, с мешочком земли в руке.

Понт, эта далекая родина греков Черного моря, веками был маяком эллинизма. С древности до начала XX века здесь процветало население с языком, религией, образованием и культурой. Трапезунд, Амисос, Синопа были не просто географическими точками — они были центрами жизни, культуры, сопротивления и творчества.

И всё же этот народ стал мишенью. Мишенью уничтожения, стирания, молчания. Период 1914–1923 годов был кошмаром. Под предлогом национального единства, младотурки, а затем кемалисты, реализовали систематический план уничтожения: массовые резни, марши смерти, повешения, грабежи, изнасилования, ссылки, голод. Это был геноцид, целью которого было не просто уничтожение, но стирание памяти.

Но им это не удалось. Потому что народы, хранящие свою память, не исчезают.

Выжившие понтийцы прибыли в Грецию как беженцы. Некоторые — и на Кипр. Без ничего. Но из этого ничего они построили всё. Восстановили свои общины, передали традиции, сохранили культуру. И передали нам целый мир. Мир, который поёт, помнит, творит. Мир, который сегодня представляете вы, дорогие дети, здесь, в вашей школе.

Кипр понимает эту боль. Потому что наша страна тоже пережила изгнание, утраты, раскол. В 1974 году, после турецкого вторжения, тысячи киприотов стали беженцами. Они оставили свои дома, могилы предков, свои церкви. И, как понтийцы пятьюдесятью годами ранее, киприоты пошли дорогой изгнания. И всё же оба народа выстояли. Мы превращаем боль в память. А память — в пламя надежды.

Это пламя живёт сегодня здесь, среди нас. Через образование, через искусство, через песню. Через вас, детей этой школы. Потому что каждое стихотворение, которое вы написали, каждый стих, который вы произнесли, каждый взгляд, поднятый к сцене, был шагом к справедливости. Это было прощание с тьмой и приветствие свету.

Историческая память — это не только честь для умерших. Это щит для живых. Это страховочная сетка, защищающая нас от повторения истории, когда она не преподаётся. И геноцид понтийцев, как и другие геноциды XX века, должен преподаваться. Не как месть, а как открытый вызов совести.

Республика Кипр, как член ЕС и ООН, неоднократно призывала международное сообщество официально признать геноцид понтийцев. И будет продолжать это делать. Потому что не может быть мира без правды.

Не может быть примирения без признания прошлого.

Не может быть будущего без памяти.

А наше образование — это инструмент, с помощью которого мы формируем эту память. Поэтому решение учредить 19 мая как официальный день памяти геноцида понтийцев в школах Кипра было глубоко политическим, историческим и гуманным. Это акт ответственности и достоинства перед будущими поколениями.

То же делает и ЕС, поддерживая программы исторического осознания. То же делает каждая страна, которая осмеливается говорить правду. А правда в том, что Понт истекал кровью. Эллинизм истекал кровью. Человечество истекало кровью. Правда в том, что 353 000 душ были потеряны. Правда в том, что выжили те, кто отказался забыть.

Дорогие друзья,

В каждую эпоху бывают моменты, когда народ должен поднять взгляд и решить: будет ли он молчать или говорить? Забудет или вспомнит? Согнётся или встанет прямо?

Сегодня, здесь, в Пафосе, мы все вместе говорим: мы стоим прямо.

И вы, дорогие дети, своим сегодняшним выступлением ответили на этот вызов самым мощным способом. Вы не просто написали слова на бумаге. Вы не просто надели костюмы или выучили строки. Вы построили мосты. Между прошлым и настоящим. Между Понтом и Пафосом. Между временем и исторической правдой. И этот акт — это культура. Это идентичность. Это сопротивление.

Потому что что такое память, если не форма сопротивления забвению? Что такое справедливость, если не восстановление того, что было потеряно в молчании? А если справедливость запаздывает, это не значит, что она менее необходима.

В Понте люди сражались песнями и слезами. Псалмами и молчанием. Они прошли через смерть, не отказавшись от языка. Они пережили унижение, не отрекшись от веры. И сегодня, спустя 100 лет, их потомки чтят их. Произносят их имена. Обнимают их в церемониях…

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn

Leave a Comment

On Key

Related Posts

Για ακόμη μια φορά, τα παιδιά σε δεύτερη μοίρα για το Υπουργείο Παιδείας; Φωνή αγωνίας από γονείς παιδιών του νηπιαγωγείου Καθαρής στη Λάρνακα

Text follows in English Της συντακτικής ομάδας του SkalaTimes Η φωνή αγωνίας που εκφράστηκε από γονείς στο SkalaTimes το απόγευμα της Τρίτης φέρνει για ακόμη

error: Content is protected !!