«Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα, γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη» η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη

Η ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής, Μαρία Πολυδούρη, γεννήθηκε στην Καλαμάτα στη 1 Απριλίου του 1902 και μέσα από το έργο της καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ήταν κόρη του φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια.

Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της.

Από τη σειρά «Καρυωτάκης» της ΕΤ1

Ο έρωτας της για τον Καρυωτάκη

Για τον Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη οι δρόμοι ήταν παράλληλοι και μοιραίοι. Ήταν δύο νέοι άνθρωποι με πολύ ταλέντο καταξιωμένοι ποιητές και πολύ ερωτευμένοι. Όμως ενώ και οι δυο εξέφραζαν ανοικτά τον έρωτα τους, δεν τον ολοκλήρωσαν ποτέ.
Οι ερωτευμένοι νέοι χώρισαν. Εκείνος της πρότεινε να συνεχίσουν τη στενή τους φιλία, διαβεβαιώνοντας την ότι δε θα πάψει να την αγαπά. Εκείνη στην αρχή δέχθηκε την αλλαγή αυτή καταφέρνοντας να κρύψει τον σπαραγμό της. Έξι χρόνια μετά, έγραφε:

Το λίγο που σου απόμεινε, την ύστερνη ζωή σου
σε αγάπη την μετάβαλες και μου την είχες δώσει.
Εγώ κι αν όλη τη ζωή μου ονόμασα δική σου
τι σούχα δώσει να χαρείς από μια αγάπη τόση;
Και νόμιζαν πως έδινα, περήφανη να κρύβω
το θησαυρό που γέμιζε μέσα μου και χανόταν.
Ά τώρα κάτω απ’ τη φριχτή τύψη αυτή θα σκύβω
πως ούτε πήρα το άξιο σου δώρο που μου δινόταν

Οι συναντήσεις τους μετά το χωρισμό είναι ελάχιστες. Το 1926 η Πολυδούρη θα φύγει για το Παρίσι επιλέγοντας μια ζωή πολύ αντισυμβατική .Γυρνούσε στο σπίτι τα ξημερώματα και συναναστρεφόταν μόνο με αντρικές παρέες ενώ ένα βράδυ θα την βρουν πεσμένη σε ένα σοκάκι του Παρισιού. Παράλληα όμως η επικοινωνία με τον Καρυωτάκη, συνεχιζόταν.

Επιστολή της Πολυδούρη, από την Καλαμάτα, στον Καρυωτάκη:
Σάββατο βράδυ

Τάκη αγαπημένε μου! Πόσο μου φαίνεται χρόνος κάθε ώρα που περνώ μακριά σου! Επίστευα, πριν φύγω, πως δε θα σε θυμόμουν έτσι πολύ και με τόσο πόνο·
υπέθετα πως θα έβρισκα λίγα πράγματα,στον τόπο που κλείνει τη μισή μου ζωή, που θα μπορούσαν να μ’απασχολήσουν οπωσδήποτε ευχάριστα. Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα, που δεν μιλεί για σένα, Τάκη. Ετοιμαζόμουν για να βγω έξω, στον καθρέφτη δε βλέπω το δικό μου, βλέπω το δικό σου πρόσωπο·  κατεβαίνω τη σκάλα, στέκω, μου φαίνεται πως σε βλέπω να ανεβαίνεις· στο δρόμο συναντώ έναν γνωστό μου, με σταματά και μου μιλεί, γελώ, και σε μια στιγμή που τον κοιτάζω φεύγει το κεφάλι του, και το δικό σου πηγαίνει στη θέση του… Γελάς; Τα ψηλά δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, μόλις φθάνουν να χωρέσουν την εικόνα σου· όταν τρώω, βρίσκω ευκαιρία να καταπιώ και λίγα δάκρυά μου. Τάκη, με θυμάσαι καμιά φορά; Πες μου, πονείς λίγο στη σκέψη ότι η αγάπη μου σε σένα είναι μεγάλη σαν ένας μεγάλος πόνος; Γιατί όχι; Πώς μπορεί; Η ψυχή η δική σου,που είναι όμοια πονεμένη με τη δική μου, πώς δε θα μ’ένιωθε; δε θα συμπονούσε; Το βραδάκι σήμερα είναι γλυκό, μελαγχολικό και η πνοή του απαλή σαν χάδι καλοσύνης… Πού είσαι;

Μαρίκα(28-5-22)

Επιστολή του Κ. προς την Πολυδούρη, γραμμένη πίσω από δύο δελτάρια που εικονίζουν ορεινά τοπία της Ιταλίας, συνοδευμένα από έντυπες λεζάντες ιταλικών στίχων:

Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου. Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό, αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω. Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία πατρίδα σου.
Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν’αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;

Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα “Τάκη” ή ένα “πού είσαι;”, καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν ως την καρδιά μου.
Ήθελα πράγματι να ήμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα να’ μαστε στο χωριό αυτό των Άλπεων, καλύτερα όμως -το ομολογώ- άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα. Εν ανάγκη δε και Φρατέλοι. Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα να λέμε την αγάπη μας.

Με χίλια φιλιά
Κ.(1-6-22)

Η ζωή της Πολυδούρη όμως της επιφύλασσε ένα δυσάρεστο γεγονός. Η ίδια προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται σε μια κλινική ενώ το 1928 θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα νοσηλευτεί στο τότε σανατόριο «Σωτηρία». Ο Καρυωτάκης την επισκέφθηκε μόνο μια φορά όμως η συνάντησή τους θα είναι κρύα και τυπική. Πλέον χωρίζουν οριστικά και ο Καρυωτάκης θα φύγει φεύγει για την Πρέβεζα που τον έχουν μεταθέσει. Τον Ιούλιο του 1928, η Πολυδούρη θα πληροφορηθεί το τραγικό γεγονός. Ο αγαπημένος της Κώστας Καρυωτάκης είχε αυτοκτονήσει.

Η ίδια συγκλονίζεται κλονίζοντας ακόμα περισσότερο την ήδη επιβαρυμένη υγεία της. Από τότε σταματά να ακούει τους γιατρούς, βγαίνει έξω κρυφά και δεν παίρνει τα φάρμακα της. Γράφει τα πιο σπαρακτικά της τραγούδια της και κρεμάει πάνω απ’ το κρεβάτι της ένα σκίτσο του κι ένα παιχνιδάκι, που της είχε κάποτε χαρίσει. Ο χρόνος για εκείνη άρχισε να μετρά αντίστροφα. Στις 29 Απρίλιου του 1930, έφυγε από τη ζωή, με ενέσεις μορφίνης, που της προμήθευσε στο «Σωτηρία» ένας φίλος της.

Πιο κάτω ένα από τα ωραιότερα της ποιήματα.
“Μόνο γιατί μ’ αγάπησες”

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

Πηγή: https://mikropragmata.lifo.gr/aksechasta/87866/

Share:

Share on facebook
Facebook
Share on twitter
Twitter
Share on pinterest
Pinterest
Share on linkedin
LinkedIn
On Key

Related Posts

Γίνεται πόλος έλξης για επενδύσεις στον τουρισμό η Λάρνακα-15 νέα ξενοδοχεία σε έξι χρόνια, έρχονται άλλα 25

Ευοίωνο όσο ποτέ άλλοτε προδιαγράφεται το μέλλον της Λάρνακας σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις σε τουριστικές αναπτύξεις, οι οποίες αναμένεται να βελτιώσουν και να αναβαθμίσουν

error: Content is protected !!