Φωτογραφίες: SkalaTimes
Κείμενο: Κοινοτικό Συμβούλιο Κάτω Λευκάρων
Τα Κάτω Λεύκαρα είναι χωριό της επαρχίας Λάρνακας και βρίσκεται γύρω στα 34 χμ. νοτιοδυτικά της πόλης της Λάρνακας.
Η κοινότητα είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 480 μέτρων. Το ανάγλυφο είναι λοφώδες και το υψόμετρο στα βορειοανατολικά του οικισμού φθάνει τα 417 μέτρα (κορφή Σιηνοκέφαλος). Το τοπίο είναι διαμελισμένο από τα ποτάμια του Συρκάτη και του Αργακιού, του A γίου Μηνά, παραπόταμων του Πεντάσχοιvoυ.
Τα Κάτω Λεύκαρα δέχονται μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 570 χιλιοστόμετρα. Στην περιορισμένη καλλιεργήσιμη γη του χωριού καλλιεργούνται τα αμπέλια (οινοποιήσιμες ποικιλίες), οι ελιές, οι αμυγδαλιές, οι χαρουπιές, λίγα εσπεριδοειδή, τα νομευτικά φυτά, τα κουκκιά, λίγα φρουτόδεντρα (συκιές, ροδιές και δαμασκηνιές) και πολύ λίγα λαχανικά. Η μεγαλύτερη ωστόσο έκταση του χωριού είναι ακαλλιέργητη και σ’ αυτήν φυτρώνει άγρια φυσική βλάστηση, κυρίως πεύκα, μαζιές, ξισταρκές, θυμαριές, σπαλαθκιές, αγριοτερατσιές και αγριοελιές.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, τα Κάτω Λεύκαρα συνδέονται στα βορειοδυτικά με το γειτονικό χωριό Πάνω Λεύκαρα (γύρω στο 1 χμ.), στα νοτιοδυτικά με το χωριό Κάτω Δρυς (γύρω στα 4 χμ.), και στα νοτιοανατολικά με τον νέο δρόμο Λευκωσίας – Λεμεσού και τον Σταθμό Σκαρίνου (γύρω στα 8 χμ.).
Το χωριό γνώρισε αρκετές πληθυσμιακές αυξομειώσεις. Το 1881 οι κάτοικοί του ήσαν 313 που αυξήθηκαν στους 334 το 1891, στους 349 το 1901, μειώθηκαν στους 323 το 1911, αυξήθηκαν στους 364 το 1921, μειώθηκαν στους 357 το 1931 αλλά αυξήθηκαν στους 405 το 1946. Το 1960 οι κάτοικοι ανέρχονταν στους 304 που μειώθηκαν στους 225 το 1973, αυξήθηκαν στους 256 το 1976 αλλά μειώθηκαν στους 210 το 1982. Στην τελευταία απογραφή του 2001 οι κάτοικοι του χωριού ήταν 118.
Στα Κάτω Λεύκαρα, όπως και στο γειτονικό χωριό Πάνω Λεύκαρα, αναπτύχθηκε η τέχνη της κεντητικής, που έφθασε σε πολύ ψηλά επίπεδα. Κατασκευάζεται μια μεγάλη ποικιλία λευκαρίτικων κεντημάτων που χαρακτηρίζονται για τον πλούτο και την ποικιλία των σχεδίων τους.
Ο διαχωρισμός σε Πάνω Λεύκαρα και Κάτω Λεύκαρα απαντάται από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, οπότε θα πρέπει, ο δεύτερος να ιδρύθηκε από Έλληνες εκτοπισμένους. Σε προγενέστερες πηγές αναφέρονται τα Λεύκαρα ως ένας μόνο οικισμός που ήταν, προφανώς, τα Πάνω Λεύκαρα.
Το χωριό αποτελούσε ισχυρό και πλούσιο φέουδο στα χρόνια της φραγκοκρατίας κι ο ντε Μας Λατρί το περιλαμβάνει στον κατάλογο των βασιλικών κτημάτων. Σε παλαιούς χάρτες εξάλλου, το χωριό βρίσκεται σημειωμένο ως Lefcara ή και Lescara .
Ωστόσο τα Λεύκαρα είναι ένα από τα χωριά της Κύπρου που γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι υπήρχε και πριν από την περίοδο της φραγκοκρατίας, κατά τα βυζαντινά χρόνια, για τα οποία δεν υπάρχουν αρκετά λεπτομερείς πηγές. Το χωριό διεκδικούσε την τιμή να θεωρείται ο γενέθλιος χώρος του σημαντικού Κυπρίου αγίου Νεοφύτου, που αναφέρεται, ωστόσο, ότι είχε γεννηθεί στο γειτονικό χωριό Κάτω Δρυς. Η τοπική παράδοση φαίνεται ότι προσπάθησε να συμβιβάσει την διένεξη ως προς την καταγωγή του αγίου, αναφέροντας ότι οι γονείς του κατάγονταν από το Απλίκι, οικισμό που υπήρχε μεταξύ Λευκάρων και Κάτω Δρυ, οι οποίοι όμως μετακινήθηκαν στον Κάτω Δρυ (όπου γεννήθηκε ο άγιος τον 12ον αιώνα) αλλά αργότερα κατοίκησαν και στα Λεύκαρα.
Την καταγωγή του αγίου Νεοφύτου από τα Λεύκαρα αποδέχεται ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς. Πάντως σε δικό του κείμενο ο ίδιος ο άγιος Νεόφυτος αναφέρει ως τόπο καταγωγής του τα Λεύκαρα. Σχετικά με την ονομασία Λεύκαρα, υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές: η πρώτη υποστηρίζει ότι προέρχεται από τις λέξεις λευκά όρη, επειδή η περιοχή έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό της γνώρισμα το λευκόχρωμο, τραχύ ασβεστολιθικό και πυριτολιθικό τοπίο. Το ίδιο φυσικό λευκό χρώμα του πετρώματος της περιοχής χαρακτηρίζει κι όλες τις λιθόκτιστες όψεις των σπιτιών, τα πλακόστρωτα στενά δρομάκια και τις ξηρολιθικές προστατευτικές δόμες των χωραφιών, που κτίστηκαν με το τοπικό πέτρωμα των «Λευκών Ορέων». Η δεύτερη εκδοχή υποστηρίζει ότι τα χωριά πήραν την ονομασία αυτή από συστάδες από μικρές λεύκες που φύτρωναν στην περιοχή τους. Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι ίσως προήλθε από κάποιον οικιστή που ονομαζόταν Λεύκαλος.
Τα Πάνω και Κάτω Λεύκαρα, δυο εντελώς χωριστά και ανεξάρτητα μεταξύ τους χωριά, αλλά με κοινή κι αλληλένδετη πολιτιστική υπόσταση, κατέχουν μια προνομιούχα θέση στη δυτική ορεινή περιοχή της επαρχίας Λάρνακας. Κτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο στις παρυφές και τους πρόποδες του βουνού Σωτήρα, τα δυο χωριά γειτονεύουν με τον νεολιθικό συνοικισμό της Χοιροκοιτίας και το μοναστήρι του Αγίου Μηνά.
Την πρώτη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη των Λευκάρων με το ίδιο το σημερινό τους όνομα δίνει ο άγιος Νεόφυτος στην Τυπική Διαθήκη του, όπου αναφέρει ότι γεννήθηκε στα Λεύκαρα το 1134. Τη λευκαρίτικη καταγωγή του αγίου Νεοφύτου επιβεβαιώνει και το σχετικό τροπάριό του, που τον χαρακτηρίζει των Λευκάρων το K λέ o ς. Η αδιάσειστη αυτή χρονολογική μαρτυρία φανερώνει την κοινοτική οντότητα των Λευκάρων το 1134, που εντάσσεται στο τέλος της Βυζαντινής περιόδου (395-1191). Αναμφίβολα με την ίδια κοινοτική οντότητα τα Λεύκαρα συνέχιζαν την ιστορική παράδοση και την πολιτιστική ανέλιξή τους καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου.
Η δεύτερη ιστορική μαρτυρία ανάγεται στα χρόνια της φραγκοκρατίας (1191-1570) και αναφέρει ότι το 1308 είχαν εξοριστεί για τρία χρόνια στα Λεύκαρα, όλα τα ηγετικά στελέχη του στρατιωτικού μοναχικού τάγματος των Ναϊτών, που με την απαράδεκτη συμπεριφορά τους εμπόδιζαν την ομαλή λειτουργία του φράγκικου καθεστώτος της Κύπρου. Πάντως κατά τον 15 ον αιώνα αναφέρεται ότι είχε διατελέσει κύριος των Λευκάρων ο Σορ ντε Νάβες, κοντοσταύλης της Κύπρου.