Πέθανε ο εμβληματικός Ελληνας της Πενσυλβάνια, Lou Pappan, «ως καλός άνθρωπος αντί για πλούσιος»

Ο Λου Πάππαν (Lou Pappan), γεννημένος ως Ηλίας Δημήτριος Παπανικολάου. Facebook/Louis D. Pappan

ΠΙΤΣΜΠΟΥΡΓΚ. ΠΕΝΣΥΛΒΑΝΙΑ. Λαμπρό παράδειγμα της επίτευξης του αμερικανικού ονείρου και πραγματικό σύμβολο της κομητείας Μπίβερ (Beaver County), ο Λου Πάππαν (Lou Pappan), γεννημένος ως Ηλίας Δημήτριος Παπανικολάου, πέθανε την Τρίτη περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του στο σπίτι του στο Πάτερσον Χάιτς. Ο Ελληνοαμερικανός ιδρυτής μεγάλης αλυσίδας εστιατορίων ήταν 92 ετών.

«Είναι η προσωποποίηση του αμερικανικού ονείρου», δήλωσε την Τρίτη ο γιος του Δημήτριος, 63 ετών, στην εφημερίδα «Beaver County Times». «Ηρθε εδώ στην Αμερική για ευημερία και μια νέα ζωή, αλλά αυτό που βρήκε ήταν η αγάπη του για τον αμερικανικό λαό».

Ο Πάππαν ήταν για δεκαετίες σημείο αναφοράς σε όλη τη δυτική Πενσυλβάνια, ενθουσιάζοντας τους θαυμαστές του με τις τηλεοπτικές του διαφημίσεις που τελείωναν πάντα με την χαρακτηριστική του ατάκα – «και θα σου αρέσει» («an’ you gonna like it!») – με την απαράμιλλη ελληνική προφορά του.

Διαρκώς ευγνώμων για τα αμερικανικά στρατεύματα που βοήθησαν την πατρίδα του, την Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πάππαν, αισθάνθηκε την τιμή και την ανάγκη να ανταποδώσει τη χάρη διοργανώνοντας κάθε χρόνο πικνίκ στο Bradys Run Park, όπου παρείχε δωρεάν γεύμα σε 20.000 ηλικιωμένους πολίτες.
«Αυτή η χώρα έχει τόσο μεγάλη καρδιά», εξήγησε σε συνέντευξή του στο «Associated Press» το 1988 στο 14ο ετήσιο πικνίκ Bradys Run, όπου ξόδεψε 30.000 δολάρια από δικά του χρήματα για να εξασφαλίσει ότι οι ηλικιωμένοι της Μπίβερ Βάλεϊ θα λάβουν ένα γεύμα με σπαγγέτι και σάλτσα κρέατος, ψωμάκια και πουτίγκα. Οι επισκέπτες έλαβαν επίσης ένα ασημένιο δολάριο ως δώρο.

«Από όλες τις χώρες που θα μπορούσα να είχα πάει, είμαι εδώ», είπε. «Ηρθα στις Ηνωμένες Πολιτείες, την καλύτερη χώρα στον κόσμο».

Γεννημένος το 1930, ο Ηλίας Δημήτριος Παπανικολάου μεγάλωσε στο χωριό Μακρακώμη της Φθιώτιδας κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Ως νεαρός σε ένα χωριό κατεστραμμένο από τον πόλεμο, έψαχνε στον ουρανό για αμερικανικά αεροσκάφη που θα έφερναν βοήθεια.

«Εριχναν μεγάλα κουτιά γεμάτα ρούχα αλλά και τρόφιμα», θυμάται τέσσερις δεκαετίες αργότερα, όπως αναφέρεται στο τότε ρεπορτάζ του «AP». «Παίρναμε μερικές φορές λευκή ζάχαρη, μερικές φορές καφέ ζάχαρη. Μερικές φορές λαμβάναμε ακόμη και σοκολάτες. Ηταν πολύ μεγάλη υπόθεση».

Με το φτωχό χωριό του να υποφέρει από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ελληνικό εμφύλιο που ακολούθησε, ο Πάππαν ορκίστηκε να επιδιώξει μια καλύτερη ζωή. Ηρθε στην Αμερική σε ηλικία περίπου 21 ετών.

Χωρίς να έχει μάθει ακόμα αγγλικά, εγκαταστάθηκε στο Μπίβερ Φολς, βρίσκοντας δουλειά στο μπαρ της γειτονιάς του θείου του Λούης Νέλας (Louis Nellas) δίπλα σε μια χαλυβουργία. Δύο χρόνια αργότερα, κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό και υπηρέτησε στην 101η αερομεταφερόμενη μεραρχία κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας. Ενας λοχίας εκεί τον έπεισε ότι το ελληνικό του όνομα ήταν πολύ δύσκολο για τους Αμερικανούς να το προφέρουν, οπότε το συντόμευσε σε Πάππαν.

Το 1960, ο Λου επέστρεψε για λίγο στη Μακρακώμη για να παντρευτεί την αγαπημένη του σύζυγο, την Παναγιώτα. Το ζευγάρι επέστρεψε στο Μπίβερ Φολς, ζώντας στο κέντρο της πόλης στην Εκτη Λεωφόρο. Το 1961, ο Πάππαν αγόρασε ένα πρώην ζαχαροπλαστείο και το μετέτρεψε στο πρώτο του εστιατόριο που πουλούσε μπιφτέκια και χοτ ντογκ. Πολύ φτωχός για να αντικαταστήσει την πινακίδα, κράτησε το όνομα της πρώην επιχείρησης, The Sweet Shop.

Τρία χρόνια αργότερα, άνοιξε το πρώτο του Pappan’s Family Restaurant στο Νιου Μπράιτον, κοντά στη γέφυρα προς το Μπίβερ Φολς.

Με επιμέλεια και αποφασιστικότητα, ο Pappan δημιούργησε μια επιχειρηματική αυτοκρατορία που έφτασε να αριθμεί πάνω από 30 οικογενειακά εστιατόρια, μαζί με 20 εστιατόρια franchise Roy Rogers.

«Αγαπούσε τους πελάτες του», είπε ο Δημήτριος. «Ο πατέρας μου δεν μιλούσε ποτέ για τα χρήματα, αυτά ήταν απλά ένα υποπροϊόν της δουλειάς του. Μιλούσε για τους ανθρώπους που εξυπηρετούσε και τους υπαλλήλους του. Και πίστευε στην προσφορά. Μας μεγάλωσε με αυτόν τον τρόπο».

Το 1986, όταν οι Pittsburgh Pirates προσπαθούσαν να φτάσουν το ορόσημο του 1 εκατομμυρίου θεατών την τελευταία ημέρα της σεζόν, ο Πάππαν προσέφερε ένα δωρεάν δείπνο με κοτόπουλο σε κάθε φίλαθλο στο Three Rivers Stadium. Το πλήθος των θεατών ήταν περισσότεροι από 33.000 και σερβιρίστηκαν στο γήπεδο με κόστος περίπου 45.000 δολάρια, καθώς οι Pirates πέτυχαν τον στόχο τους. Ανακαλώντας αυτό το κατόρθωμα μερικά χρόνια αργότερα, ο Πάππαν γέλασε και είπε: «Θέλω να πεθάνω ως καλός άνθρωπος αντί για πλούσιος».

«Ο Θεός ήταν καλός μαζί μου», πρόσθεσε. «Από την ημέρα που ήρθα σε αυτή τη χώρα … δεν πέρασα ποτέ μια θλιβερή μέρα. Ποτέ δεν συνάντησα άνθρωπο σε αυτή τη χώρα που να μην τον συμπαθώ πραγματικά».

Ο Πάππαν συνέχισε να εργάζεται μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 πριν συνταξιοδοτηθεί.

Πηγές: «Associated Press», «Beaver County Times», αναδημοσίευση Εθνικός Κήρυκας Νέας Υόρκης

Share:

Share on facebook
Facebook
Share on twitter
Twitter
Share on pinterest
Pinterest
Share on linkedin
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!