Το πάρκο των πληγωμένων καρδιών…

Της Τάσας Χαμπή

Βράδιασε και απόψε. Έκανα το μπάνιο μου και ξάπλωσα αμέσως. Δεν ήθελα φαγητό, δεν ήθελα κουβέντα. Βαρούσε η στεναχώρια στην καρδιά και με δυσκολία συγκρατούσα το δάκρυ. Άσχημο πράγμα να γυρεύεις την κατανόηση όπως εσύ θα την πρόσφερες. Μια μόνο λέξη μου έρχεται στο μυαλό, δυστυχώς, «απογοήτευση». Η μοναξιά σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η καλύτερη συντροφιά, συλλογιζόμουν καθώς με τύλιγε στα δίχτυα του ο ύπνος.

Ξύπνησα σε ένα ξένο φανταστικό περιβάλλον. Φοβήθηκα στην αρχή, τόσα χρόνια είχα συνηθίσει σε αυτό που βρισκόμουν πριν κοιμηθώ. Έπειτα σκέφτηκα, « Σε εκείνο δεν ευτύχισα ίσως εδώ συμβεί», και ένιωσα ένα φτερούγισμα στη καρδιά. Κυριολεκτικά.

Απέναντί μου στεκόταν η καρδιά μου. Πριν προφτάσω να αντιδράσω με αποχαιρέτησε βιαστικά και έφυγε. Τη πρόσταζα να επιστρέψει μα εκείνη όλο και περισσότερο απομακρυνόταν. «Για πού το βαλες καρδιά μου μ ’ανοιχτά πανιά» (το τραγούδι έπαιξε στιγμιαία στο μυαλό μου). Δεν είχα άλλη λύση, αν την ήθελα έπρεπε να την κυνηγήσω. Ήταν τόσο φωτεινή, έλαμπε από ένα κόκκινο φως, την διέκρινα και ας ήμουν μακριά, μέχρι που…. έστριψε. Επιτάχυνα να την προλάβω μα όταν έφτασα κοντά αυτό που είδα με έκανε να νιώσω.. αχ με… δεν μπορούσα να προσδιορίσω πως ένιωθα, βλέπετε, δεν είχα καρδιά.

Αντίκρισα ένα μικρό πάρκο με δέντρα πρασινάδα και παγκάκια. Στο κέντρο ένα μικρό σιντριβάνι. Τα πάντα ήταν ασπρόμαυρα σαν παλιά ελληνική ταινία, ακόμη και οι μυριάδες καρδιές που πηγαινοέρχονταν.

Μερικές καθόντουσαν στα παγκάκια και τα λέγανε σαν καλές φιλενάδες, άλλες ήταν μόνες και κοίταζαν τον ουρανό, κάποιες μελετούσαν ή  έπιναν ένα ποτό. Έμοιαζαν μεταξύ τους τόσο πολύ, πως θα ξεχώριζα τη δικιά μου;

«Τι είναι εδώ»; ρώτησα.
«Το πάρκο των πληγωμένων καρδιών» μου απάντησε κάποιος.
«Εσύ γιατί ήρθες»; με ρώτησε.
«Ψάχνω την καρδιά μου» είπα κοφτά κοιτάζοντας πέρα μήπως και την δω.
« Τι τυχερή που είναι»! είπε χωρίς να κρύψει τη στεναχώρια της. «Μακάρι να με έψαχνε και μένα κάποιος. Έλα μαζί μου να σου γνωρίσω τους φίλους μου». Και με τράβηξε από το χέρι. «Αυτή είναι η Μάρα, ετών 32 ήρθε εδώ λόγο τελεσίδικου χωρισμού. Από δω η Κλάρα ετών 51, απώλεια παιδιού αγιάτρευτος ο πόνος. Πίσω σου στέκεται η Ρένα μόλις στα 17,κακοποίηση εφ όλης της ύλης και ψυχής, α να μην ξεχάσω την Μαρίνα, εγκατάλειψη
».

Έσταζαν όλες τους, αιμορραγούσαν. Ποιες λέξεις να πάντρευα να δώσω μια παρηγοριά;

«Εσένα η δική σου γιατί το έσκασε»; με ρώτησε η Ρένα.
Σήκωσα τους ώμους. Δεν ήξερα το λόγο.

« Ίσως γιατί δεν νοιάστηκες και δεν τηνε προστάτεψες. Τόσες φορές που ράγισε δεν άντεξε» μου απάντησε μια άλλη.

«Θα γυρίσει»; ρώτησα.

Ξύπνησα ιδρωμένη και αφάνταστα τρομαγμένη. Ένιωθα τους παλμούς μου έντονους. Με την παλάμη μου άγγιξα επάνω της. Χτυπούσε. Αυτή τη φορά μόνο για μένα!

Share:

Share on facebook
Facebook
Share on twitter
Twitter
Share on pinterest
Pinterest
Share on linkedin
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!