Δημήτρης Πιερίδης

Στη πόλη μας τη Λάρνακα ένας γνωστός Δημήτριος είναι ο Δημήτρης Πιερίδης, Γόνος μιας από τις παλαιότερες οικογένειες της Κύπρου, συλλέκτης, μια σπουδαία μορφή όχι μόνο για τη Λάρνακα αλλά και τη Κύπρο ολόκληρη.

Με αφορμή την ονομαστική του εορτή σήμερα 26 Οκτωβρίου του ευχόμαστε χρόνια πολλά και αναδημοσιεύουμε ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στον κύριο Δημήτριο Πιερίδη, από το artnews.liberal.gr

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος 2 των Νέων της Τέχνης (Νοέμβριος 1991).

Δημήτρης Πιερίδης, Ένας Συλλέκτης με Πολλαπλές Δραστηριότητες.

Γόνος μιας από τις παλαιότερες οικογένειες της Κύπρου, ο Δημήτρης Πιερίδης ξοδεύει το χρόνο του μεταξύ των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που υπαγορεύονται από την επαγγελματική αναγκαιότητα και της συλλογής έργων τέχνης, στην οποία τον οδηγεί η αγάπη και το ενδιαφέρον του για την καλλιτεχνική δημιουργία. Ασχολείται παράλληλα με τη σύσφιξη των διακρατικών σχέσεων μεταξύ Σουηδίας, Νορβηγίας και Κύπρου με την ιδιότητα του ως προξένου, ενώ υπηρετεί με κάθε τρόπο που θεωρεί θεμιτό, την προώθηση της τέχνης. Ακόμα και με την κοσμικότητα, όταν η προσωπικότητα του μπορεί να ευαισθητοποιήσει το πλατύ κοινό και να το στρέψει προς αυτήν. Η βαθιά γνώση της ιστορίας τον κάνει να νιώθει και την Ελλάδα ως πατρίδα και ας είναι η Κύπρος ανεξάρτητο κράτος. Ζει την αισθητική αντίληψη που προέρχεται από την απλότητα και λιτότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και ταιριάζει στα ανθρώπινα μέτρα. Αυτό το διαπιστώνει κανείς μόλις φθάσει στην περιοχή της Γλυφάδας και αντικρίσει το κτίριο της Πινακοθήκης καθώς και τη διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων.

Παρ’ ότι η επίπλωση και η διακόσμηση της αίθουσας υποδοχής είναι πολύ προσεκτικά επιλεγμένη, δεν υπάρχει ίχνος επίδειξης, τίποτα που να θέλει να προκαλέσει. Ακόμα και η ίδια η λειτουργικότητα των χώρων υποτάσσεται στη διαρκή παρουσία της τέχνης. Γλυπτά στον κήπο, χαρακτικά κρεμασμένα στις σκάλες, αγαπημένοι πίνακες στο υπνοδωμάτιο.

Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού μεγάλωσε, όπως μας λέει αφηγούμενος το ιστορικό της οικογένειας και της συλλογής, σ’ ένα σπίτι-μουσείο της Λάρνακας. Αρχαιολογικό, μάλιστα, το οποίο άνηκε στον παππού του παππού του, το Δημήτριο Πιερίδη, γνωστό λόγιο του 19ου αιώνα, τον οποίο είχε επιλέξει ο Καποδίστριας για να βοηθήσει με την ίδρυση Σχολών στην Ερμούπολη της Σύρου.

Μετά τις σπουδές του στη Μ. Βρετανία, επέστρεψε στην Κύπρο ως πρόξενος και ήταν ο πρώτος που έκανε εκτεταμένες ανασκαφές. Η ιδιότητα του επιγραφιστή τον βοήθησε σημαντικά στο να εκτιμήσει την αξία των αρχαιολογικών θησαυρών και ν’ αποφασίσει να τους διαφυλάξει.

«Είναι τραγικό να βρισκόμαστε ύστερα από 150 χρόνια μπροστά στους ίδιους κινδύνους βεβήλωσης και καταστροφής της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, από τους Τούρκους. Από τότε έζησαν πέντε γενιές συλλεκτών που πάντα με την ίδια σταθερή φροντίδα διατήρησαν τα 2.500 αρχαιολογικά ευρήματα. Σε μένα δόθηκε η ευκαιρία να εμπλουτίσω τη συλλογή με 650 αντικείμενα από τη χαλκολιθική περίοδο καθώς επίσης και τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους όταν κατά τη περίοδο 1964- 1973 οι Τουρκοκύπριοι είχαν αποσυρθεί σε θύλακες της Κύπρου και διενεργούσαν εκσκαφές βγάζοντας παράνομα στο εξωτερικό σημαντικά ευρήματα. Τότε, σε συνεργασία με το τμήμα αρχαιοτήτων, αγόρασα αρκετά από αυτά για να μείνουν στην Κύπρο, αδιάψευστοι μάρτυρες της ιστορίας του τόπου τους.

Πρόσφατα, επίσης, αποκτήθηκε μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή μεσαιωνικής κεραμικής, βυζαντινής προέλευσης, με εμφανείς επιδράσεις της Φραγκοκρατίας από την εποχή των Λουζιάνων πριγκήπων, οι οποίοι έμειναν στην Κύπρο 300 χρόνια, ενώ για άλλα 8, είχαν εγκατασταθεί οι Βενετσιάνοι.

Πολύ σημαντική επίσης είναι η ρωμαϊκή συλλογή του πατέρα μου με τα γυάλινα ιριδίζοντα κομμάτια.

Έτσι, υπάρχει πλέον επιτακτική ανάγκη να βρεθεί ένας καινούργιος χώρος που θα τα στεγάσει, αφού το αρχοντικό της οικογένειας στη Λάρνακα θα περιλαμβάνει λαϊκη τέχνη από το Μεσαίωνα μέχρι την Τουρκοκρατία, τη συλλογή της μητέρα μου από τα κεντήματα, υφαντά και ξυλόγλυπτα έπιπλα, καθώς και όπλα και χαλιά από την εποχή των Σταυροφοριών.

Η Λάρνακα δηλαδή θα έχει σύντομα τρεις μουσειακούς χώρους. Το Μουσείο Ιδρύματος Πιερίδη που θα είναι Μεσαιωνικό-Μεταβυζαντινό, το Αρχαιολογικό που θα περιέχει εκθέματα από το 7000 π.Χ και την Πινακοθήκη που θα παρουσιάζει κομμάτια καλλιτεχνικής δημιουργίας από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Η τελευταία θα βρίσκεται σε στενή συνεργασία με τη Δημοτική Πινακοθήκη της Λάρνακας, η οποία τώρα χτίζεται σε κάτι παλιές αποθήκες, καθώς και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Λευκωσίας, το οποίο έχει προγραμματιστεί να γίνει στο κτίριο της Ηλεκτρικής.»

Ανακοινώνει όλες αυτές τις σημαντικές ειδήσεις σα να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα. Και το ίδιο φυσιολογικά ήρθε και η συλλογή νεότερης τέχνης, για να ξεφύγει λίγο από το βαρύ και υποβλητικό κλίμα της αρχαιολογίας και να νιώσει την αισιοδοξία που χαρίζει το χρώμα της ζωγραφικής. Τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1975, όταν λόγω της τουρκικής εισβολής, οι ναυτιλιακές και τουριστικές επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν αναγκαστικά από την Αμμόχωστο στον Πειραιά. Σ’ αυτό το χώρο στη Γλυφάδα, των 500 τ.μ., στεγάζονται 1.080 έργα μεταπολεμικής ελληνικής ζωγραφικής, γλυπτικής, πρωτότυπης χαρακτικής και καλλιτεχνικής κεραμικής. Θυμάται με συγκίνηση τα πρώτα έργα που απέκτησε και που ήταν το Αλληλούια στο μέλλον του Γιώργου Βακιρτζή και η εξαιρετική Πανδώρα του Αλέκου Φασιανού.

Σε ερώτησή μας για το ποια είναι τα κριτήρια της αγοράς των έργων και αν συμφωνεί με τη συλλεκτική τάση της εξειδίκευσης απαντά: «Το αισθητήριο είναι καθαρά προσωπικό, αλλά δεσμεύεται από το γεγονός ότι η Πινακοθήκη είναι ανοιχτή για το κοινό και πρέπει ο επισκέπτης να βλέπει όλες τις τάσεις και τα ρεύματα. Μπορεί να προτιμώ την παραστατική ζωγραφική αντί της αφηρημένης, αλλά αυτό δεν μπορώ να το επιβάλλω. Δε διαφωνώ μ’ αυτούς που αγοράζουν έργα μιας συγκεκριμένης καλλιτεχνικής τάσης, αφού επενδύουν ένα μέρος των χρημάτων τους στην τέχνη αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνεται για μια Πινακοθήκη.»

Η αναφορά στη τέχνη ως επένδυση μας οδηγεί στην επόμενη ερώτηση για το κατά πόσο υπάρχει κάμψη στη διακίνηση έργων τέχνης και κατά πόσο οι σκληροί νόμοι της αγοράς την έχουν επηρεάσει. Δηλώνει αισιόδοξος και υποστηρίζει πως «τα αστρονομικά ποσά που διατέθηκαν 1987-89 για τους Ιμπρεσσιονιστές και τον Picasso ήταν πλασματικά και οφείλονταν στην είσοδο των Γιαπωνέζων. Τώρα όλοι επανήλθαν στα φυσιολογικά επίπεδα και η αύξηση κατά 9% διεθνώς της κίνησης, δε νομίζω ότι εμπνέει ανησυχίες. Και στην Ελλάδα, παρά την περσινή κρίση λόγω του Περσικού, η κατάσταση είναι ενθαρρυντική. Αφού συντηρούνται 50 τουλάχιστον γκαλερί, σημαίνει πως ο Έλληνας έχει αρχίσει να ξεκρεμάει τα ιταλικά αντίγραφα και ν’ αγοράζει ελληνική τέχνη, έστω και αν αρχίζει από τα χαρακτικά. Σ’ αυτό βοηθάει πολύ η δημοσιοποίηση όλων των εικαστικών γεγονότων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς επίσης και ο θεσμός των δημοπρασιών, αρκεί να γίνονται σωστά. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να κυκλοφορούν 10 αθλητικές εφημερίδες, ενώ η εμπειρία μου από την επαφή με το κοινό, και μάλιστα της επαρχίας, με πείθει πως υπάρχει μεγάλη δίψα για την τέχνη.»

Μετά την απαρίθμηση των πόλεων που έχουν φιλοξενήσει θεματικές εκθέσεις, όπως το Αγρίνιο στην Παπαστράτειο Πινακοθήκη, η Σπάρτη στην Κουμαντάρειο Εθνική Πινακοθήκη, δωρεά της Ντόλυς Γουλανδρή, ο Βόλος στο Γαλλικό Ινστιτούτο και το Κέντρο Τεχνών, προερχόμενες πάντα από την Πινακοθήκη Πιερίδη, έρχεται η στιγμή να μιλήσουμε για τις εκθέσεις της φετινής εικαστικής περιόδου.

«Ξεκινήσαμε τον Οκτώβρη από το κέντρο τεχνών του Βόλου με μια έκθεση που έχει τίτλο Γενιά του ‘80. Νεότερες αναζητήσεις, Στο ίδιο πνεύμα θα είναι και η έκθεση που θα γίνει το Νοέμβριο εδώ, με έργα υποψηφίων λεκτόρων της Α.Σ.Κ.Τ. Έχει προγραμματιστεί για τις αρχές του ‘92 μια μεγάλη έκθεση γλυπτικής του Παρμακέλη, ενώ συζητάμε να δείξουμε δουλειά του Μακρουλάκη, του Τέτση, καθώς και τις μεγάλες συνθέσεις του Τσόκλη όπως η Κιβωτός, η Μήδεια, ο Άγιος Γεώργιος. Το Νοέμβριο του ‘92 θα εγκαινιασθούν στη Στοκχόλμη, με την ευκαιρία των 100 χρόνων των διπλωματικών σχέσεων της οικογένειας με τις Σκανδιναβικές χώρες, δύο μεγάλες εκθέσεις: μια αρχαιολογική στο Μουσείο Μεσογειακής Τέχνης, με εκθέματα από το 7000 π.x. μέχρι το 1821, και μια της σύγχρονης τέχνης Ελλάδας και Κύπρου στο παλάτι του πρίγκηπα Ευγένιου. Οι Σουηδοί θα μας στείλουν μια έκθεση με αντικείμενα από χειροποίητο γυαλί, στο οποίο έχουν μεγάλη παράδοση.»

Έχοντας υπερβεί την ιδιότητα του συλλέκτη, με την έννοια του φιλότεχνου που συσσωρεύει μόνο για προσωπική χρήση και ευχαρίστηση, τον θεωρούμε από τα πλέον κατάλληλα πρόσωπα για να μας μιλήσει για τη σημερινή κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά πόσο δηλαδή είναι βάσιμες οι ανησυχίες όσων υποστηρίζουν ότι η τέχνη βιώνει τα αδιέξοδα της, είτε λόγω της άκρατης εμπορευματοποίησης είτε λόγω του κορεσμού της χρήσης των παραδοσιακών εκφραστικών μέσων, ο οποίος οδηγεί στη συνεχή αναζήτηση, χωρίς να ‘χει σημασία αν αυτή είναι πραγματικά πρωτοποριακή ή απλά πρωτότυπη.

«Όταν υπάρχει μεγάλη ζήτηση, είναι φυσικό να υπάρχει και υπερπαραγωγή, η οποία αποβαίνει εις βάρος της ποιότητας, γιατί ο καλλιτέχνης δεν είναι εργοστάσιο, για να παράγει συνεχώς αριστουργήματα. Η τάση που παρατηρείται τελευταία είναι με τα περιβάλλοντα και τις κατασκευές, τα οποία απαιτούν μεγάλους χώρους για τη μόνιμη εγκατάσταση τους και γι’ αυτό συνήθως καταστρέφονται. Είναι έργα βραχυπρόθεσμα και όχι αυτά που διαχρονικά θα σημαδέψουν τον αιώνα. Αυτό ισχύει κυρίως για την Αμερική, όπου εμφανίζονται διάττοντες αστέρες, για να χαθούν λίγο αργότερα μέσα στον καταναλωτισμό.»

Η αγάπη και το ενδιαφέρον του για την ελληνική τέχνη μας προϊδεάζει για μια συγκροτημένη άποψη. Πράγματι, απαντάει με σιγουριά, πιστεύει ακράδαντα πως έχουμε πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες που αξίζει να προβάλλονται διεθνώς -και βοηθάει όσο μπορεί σ’ αυτό- και υποστηρίζει «πως η ζωγραφική δεν είναι διεθνής αλλά εθνική. Αυτό αποδεικνύεται ιστορικά από τις προσπάθειες που έγιναν να σπάσουν τα φράγματα της σχολής του Μονάχου και να επιστρέψουμε στο ελληνικό φως. Ο Φασιανός, ο οποίος ίσως είναι ο σημαντικότερος ζωγράφος του 20ου αιώνα και σίγουρα θα δημιουργήσει σχολή, ζωγραφίζει φιγούρες που μοιάζουν να έχουν βγει από μελανόμορφο και ερυθρόμορφο αγγείο. Το έργο του Τανιμανίδη είναι γεμάτο ελληνικά σύμβολα. Ο τελευταίος αυτός πίνακας του Πανιάρα είναι πλημμυρισμένος στο γαλάζιο της θάλασσας. Ας μην ξεχνάμε πως ό,τι παρουσιάστηκε ως Αναγεννησιακό, είχε ελληνικές ρίζες. Αν προστατεύσουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά, την πλήρως κοινοποιηθείσα γλώσσα μας και την Ορθοδοξία, οι καλλιτέχνες μας μπορούν να μετουσιώσουν σε καλλιτεχνική δημιουργία τις αστείρευτες πηγές από τον κυκλαδικό πολιτισμό μέχρι το Βυζάντιο.»

Φεύγοντας, το ελληνικό φως, για το οποίο μιλούσαμε, είναι διάχυτο παντού. Αν μερικοί το χαίρονται μόνο ως παράταση του καλοκαιριού, ίσως άλλοι σε κάποιο εργαστήριο να το αξιοποιούν καλλιτεχνικά.

Share:

Share on facebook
Facebook
Share on twitter
Twitter
Share on pinterest
Pinterest
Share on linkedin
LinkedIn
On Key

Related Posts

Ο Βουλευτής Λάρνακας Ανδρέας Πασιουρτίδης στη Μπράγκα της Πορτογαλίας, με αναφορές στο Παλαιστινιακό και Κυπριακό

Μέσα από ανάρτηση του ο Βουλευτής Λάρνακας, ΑΚΕΛ, Ανδρέας Πασιουρτίδης αναφέρθηκε στην συμμετοχή του στις εργασίες της 18ης Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης της

error: Content is protected !!