Το κορίτσι με τα λευκά που όλοι το έχουν ανάγκη….

fairy

Της Τάσας Χαμπή
tasa.writer@gmail.com

Την συναντούσα συχνά, πολύ πριν την γνωρίσω. Όμορφη και ήρεμη με το χαμόγελο αποτυπωμένο στα λεπτά της χείλη. Φορούσε πάντα λευκά φορέματα και μου θύμιζε αρχαία Ελληνίδα Θέα. Να ήταν άραγε η Ήρα ή μήπως η Αφροδίτη; Όχι,  περισσότερο για την Αθηνά μου ταίριαζε.  Και όταν περπατούσε σκεφτόμουν πως  τα πόδια της δεν πατούσαν στη γη λες και ήταν αερικό. Οι  μακριές ξανθές της μπούκλες  πλαισίωναν σαν χρυσή κορνίζα  το πορσελάνινο πρόσωπο της και τα βαθυπράσινα μάτια της όταν συναντούσαν τα δικά μου που την παρατηρούσα με θαυμασμό, ακτινοβολούσαν γνώση, εμπειρία και κατανόηση.  Όταν με κοιτούσε ένιωθα ότι με πλησίαζε και μου ψιθύριζε στο αυτί « μην ανησυχείς και όλα θα πάνε καλά» και το πίστευα και συνέχιζα χαρούμενη το δρόμο μου, χωρίς να με νοιάζουν οι επικίνδυνες στροφές ή τα απότομα κυρτώματα και οι ανηφόρες.

Μια μέρα την συνάντησα αλλαγμένη, μεταμορφωμένη, με λεκιασμένο φόρεμα, μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια ,κουρασμένη να σέρνεται, με βαρετά βήματα και σκυμμένο κεφάλι, ηττημένη από κάτι, από κάποιον, από όλα.

Πήγα στο σπίτι, κλείστηκα και έκλαψα πολύ. Για τις αναποδιές της ζωής, για όσα δεν επιθυμώ και μου χτυπάνε τη πόρτα, για αυτά που προσπάθησα μα δεν κατάφερα, για τον χαμένο χρόνο που ξόδεψα σε  τοξικούς ανθρώπους και καταστάσεις  και για το χρόνο που δεν αφιέρωσα σε όσα εκ των υστέρων ανακάλυψα ότι άξιζαν.

Μάζεψα τα λιγοστά υπάρχοντα μου και πήγα στο σταθμό. Ζήτησα εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Και τότε την είδα ξανά, λαμπερή σαν άστρο, φωτεινή σαν την σελήνη, να με κοιτά και να μου χαμογελά. Κρατούσε και αυτή το εισιτήριο στο χέρι. Την κοίταξα και ασυναίσθητα της κούνησα το εισιτήριο το ίδιο έκανε και αυτή. Με χαμόγελο και οπτική επαφή, το ήξερα, το κατάλαβα, μου έλεγε «μπροστά, κοιτάμε πάντα μπροστά, τα καλύτερα έρχονται».

Μπήκα στο αεροπλάνο που ξεχείλιζε από κόσμο. Βρήκα τη θέση μου και κάθισα αφού τοποθέτησα τα προσωπικά μου αντικείμενα στο πάνω ράφι. Στα χέρια μου κρατούσα το καινούργιο μου βιβλίο, τα μάτια μου συνάντησαν το τίτλο και με τη φαντασία μου προσπαθούσα να χτίσω μια ιστορία. Ποτέ δεν διαβάζω την περίληψη, δεν θέλω να ξέρω τι πρόκειται να διαβάσω, είναι σαν εξάσκηση για την πραγματική ζωή, που ποτέ δεν γνωρίζω τι ακολουθεί. Μια  λουλουδένια μυρωδιά γαργάλησε τη μύτη μου και ύψωσα το κεφάλι., Ήταν αυτή και η θέση της ήταν ακριβώς δίπλα στη δική μου, δεν είναι τυχαίο σκέφτηκα, είναι μοίρα , πεπρωμένο μα θα την γνώριζα επιτέλους από κοντά.

Μιλήσαμε αμέσως υπήρχε οικειότητα μεταξύ μας λες και ήμασταν παιδικές φιλενάδες. Γελάσαμε, προβληματιστήκαμε, συγκινηθήκαμε, μέχρι που φτάσαμε στο προορισμό μας. Παίρναμε τις αποσκευές μας όταν συνειδητοποίησα ότι ήθελα να συνεχίσω να μοιράζομαι στιγμές μαζί της. Θα της ζητούσα τον αριθμό του τηλεφώνου της αμέσως μόλις έπαιρνα την τσάντα μου.

Έψαξα να την βρω μα δεν ήταν πουθενά παρόλο που ένιωθα πως στεκόταν δίπλα μου. Μύριζα ακόμα το άρωμα της και στη σκέψη μου ήρθε κάτι που μου είχε πει στη πτήση. «Η ζωή είναι σαν ωκεανός, δίκη μας επιλογή είναι αν θα μάθουμε να κολυμπούμε ή αν θα πνιγούμε. Κάποιες φορές  το νερό θα είναι βαθύ και παγωμένο και θα είμαστε εξαντλημένοι  από τις φουρτούνες και μερικές φορές , δροσερό και θα το απολαμβάνουμε».

Σιγοψιθύρισα το όνομα της  δυο τρεις φορές έτσι για να μην το ξεχάσω ποτέ. «Ελπίδα, ελπίδα, ελπίδα» 

Share:

Share on facebook
Facebook
Share on twitter
Twitter
Share on pinterest
Pinterest
Share on linkedin
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!