Navy blue αποσκευή

an cover

Γράφει η Άννα Κωνσταντίνου

Τον πατέρα μου τον αφήσαμε στο Μιλάνο με την ελπίδα πως δεν θα τον ξαναδούμε ποτέ. Για χρόνια προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε από τις απειλές και τη βιαιότητα του. Την τελευταία φορά την πλήρωσε η φίλη της μαμάς, που την άρπαξε από το λαιμό για να του πει που ήμασταν. Αυτή λοιπόν η φίλη, έχει μια αδελφή η οποία έχει στη διάθεσή της μερικά καταλύματα στις πρόποδες των Ιταλικών Άλπεων. Προσφέρθηκε να μας εγκαταστήσει σε ένα από αυτά. Όταν ο πατέρας μου έμαθε που μέναμε, ήρθε γονατιστός ζητώντας συγχώρεση. Είπε πως μετάνιωσε για τη συμπεριφορά του και πως θέλει να επανενώσει την οικογένειά του. Ήμασταν μόλις μερικές μέρες εκεί και δεν είχαμε προλάβει να ξεπακετάρουμε τα πράγματά μας. Η μητέρα μου αρνήθηκε και δεν άργησε να δείξει για άλλη μια φορά τον κακό του εαυτό. Από εκείνη τη στιγμή, αποφάσισα πως δεν τον ήθελα πλέον στη ζωή μου. Απαρνήθηκα τον πατέρα μου, τον άνθρωπο που μου έδωσε ζωή. Δεν ήθελα να τον βλέπω , ούτε να τον ακούω και αυτό με σόκαρε ίσως περισσότερο από τη βία που ασκούσε πάνω μας. Τουλάχιστον όταν ήμουν μικρή με περιφρονούσε, σπάνια καταδεχόταν να πετάξει τη ματιά του πάνω μου.

Το σπίτι μας είχε πάντα ένα βαρίδι και λεγόταν πατέρας. Στο τραπέζι επικρατούσε ένα κρύο και αφιλόξενο περιβάλλον που η σιωπή προκαλούσε νευρικότητα. Αναπνέαμε άνετα μόνο όταν έφευγε από το σπίτι. Ανακουφιζόμασταν μόνο όταν ακούγαμε το αυτοκίνητό του να απομακρύνεται. Και τότε η μάνα μου με έπαιρνε αγκαλιά. Για να με παρηγορήσει και να την παρηγορήσω. Μας έμεινε συνήθειο αυτό ακόμα και όταν φύγαμε από το σπίτι, και πάντα τρέχαμε στην αγκαλιά η μία της άλλης όταν αντιμετωπίζαμε προβλήματα. Βρίσκαμε σιγουριά και ασφάλεια. Αυτά που μας έλειπαν από τον κόσμο μας , έξω από τα σύνορα της αγκαλιάς μας.

Θυμάμαι τη μητέρα μου να είναι πάντα ανήμπορη να υπερασπιστεί τον εαυτό της, κάτω από τα τεράστια χέρια του. Κυριολεκτικά ήταν τεράστια, το μπόι του ξεπερνούσε τα δυο μέτρα. Να είναι στο πάτωμα κουρνιασμένη σε μια γωνιά με τα χέρια της να προσπαθούν να προστατέψουν το κεφάλι της. Το άντεχε όμως! Το υπόμενε. Την μεγάλη απόφαση την πήρε όταν είδε σχισμένο το φρύδι μου, γύρω στα δέκα μου χρόνια. Έκανε την υπέρβαση η δύστυχη μητέρα μου. Δεν ξέρω πως αλλά βρήκε το μονοπάτι μέσα από την ομίχλη. Το ένστικτό της ξεπετάχτηκε σαν ελατήριο και την ξύπνησε. Εμφανίστηκε στην σφιγμένη γροθιά της και στο αποφασιστικό της βλέμμα. Για μια στιγμή μόνο, μετά εξαφανίστηκε και έγινε ξανά το ανήμπορο λουλουδάκι που το τραβολογά η θύελλα. Δυσκολεύτηκε να απομακρυνθεί από τον τύραννο της. Και εκεί που φαίνονταν όλα χαμένα, πως ήμασταν καταδικασμένες για μια ζωή στον ίδιο εφιάλτη, το ένστικτο εμφανιζόταν ξανά , και κάθε φορά έπαιρνε λίγη περισσότερη δύναμη.

Τελικά, ζήτησε διαζύγιο. Ο μπαμπάς γέλασε αδιάφορα και η ζωή συνεχίστηκε στο ίδιο ηχόχρωμα.

Όταν δυο μέρες μετά με άρπαξε από τα μαλλιά και έφερε τη μούρη μου πάνω στο τραπέζι επειδή δεν ήμουν «πειθαρχημένη» , η μητέρα μου άρπαξε ένα κουζινομάχαιρο και μου ορκίστηκε πως είναι η τελευταία φορά που μας έκανε κακό. Αυτός με μία απότομη κίνηση σηκώθηκε από τη θέση του και αναποδογύρισε το ξύλινο τραπέζι της κουζίνας. Μας κυρίευσε ο τρόμος και η σαστιμάρα. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι έγινε, βρέθηκε από πάνω της και το μαχαίρι εξαφανίστηκε. Την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσυρε πάνω στις αναποδογυρισμένες καρέκλες. Πιστεύω πως τον ενόχλησαν οι φωνές και τα κλάματά μου διότι γύρισε ξαφνικά και κάρφωσε λίγα εκατοστά από το λαιμό μου, το μαχαίρι που έχασα πριν λίγο από τα μάτια μου. Όταν το πρόσωπό του ήταν κοντά στο δικό μου, με κατέκλυσε η παγωμένη αίσθηση πως δεν εννοούσε να αστοχήσει! Άρπαξε την μητέρα μου και κλείστηκαν στο δωμάτιό τους. Πάλευαν αρκετή ώρα. Την άκουγα να κλαίει, να σφαδάζει, να ουρλιάζει, να εκλιπαρεί … και μετά σιωπή. Τη βρήκα το πρωί στο πάτωμα , σε μια κόκκινη λιμνούλα, ακίνητη, με τα μάτια ορθάνοικτα. Τρομοκρατήθηκα και τη σκούντηξα.

Δεν φαινόταν να με είχε προσέξει. Την πήρα αγκαλιά. Τότε, είδα τα μάτια της να με κοιτάζουν και πετάρισε να βλέφαρά της για λίγες στιγμές.

Σηκώθηκε παραπατώντας, τα γόνατά της λύγιζαν και στηρίχτηκε στα έπιπλα να μην πέσει. Όταν έφτασε στην πόρτα, άγγιξε την υγρή κόκκινη μάζα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Σκουπίστηκε στο ήδη λεκιασμένο μπλουζάκι και μου άπλωσε το χέρι. Πήγαμε στην κάμαρά μου, άνοιξε το ερμάρι και πέταξε στο πάτωμα μερικά ρούχα. Την είδα να κατεβάζει με δυσκολία μια navy blue αποσκευή. Βγήκαμε στο δρόμο και η απόσταση των είκοσι λεπτών για τον αστυνομικό σταθμό, διανύθηκε περίπου σε μία ώρα. Αδύναμη η μαμά μου δεν μπορούσε να περπατήσει, κάναμε συχνές στάσεις και το βήμα μας ήταν εξαιρετικά αργό. Οι περαστικοί μας έβλεπαν παραξενεμένοι, τρομαγμένοι ίσως στην αρχή, μέχρι που κάποιος έκανε το πρώτο βήμα. Μας πλησίασε και χωρίς να βγάλει άχνα πέρασε το χέρι της μάνας μου πάνω στους ώμους του.

Αυτή ήταν η αρχή να απαλλαγούμε από αυτόν και να έχουμε δικαίωμα να ονειρευόμαστε ξανά, μια ζωή όμορφη, με αξιοπρέπεια.

Share:

Share on facebook
Facebook
Share on twitter
Twitter
Share on pinterest
Pinterest
Share on linkedin
LinkedIn
On Key

Related Posts

ΔΗΣΥ για Βασιλικό: “Αναμένουμε από την κυβέρνηση να δώσει εξηγήσεις αλλά και να αναλάβει τις ευθύνες της, έτσι ώστε ένα έργο ζωτικής σημασίας να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί”

Δήλωση Αντιπροέδρου και Βουλεύτριας, κ. Σάβιας Ορφανίδου για το τερματικό στο Βασιλικό Τα όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας σχετικά με την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση

error: Content is protected !!